Διαβάζοντας κάποιος την αποκάλυψη της διδασκαλίας του ινδικού θεού Κρίσνα στον άνθρωπο φίλο και μαθητή του Αρτζούνα, που περιλαμβάνεται στη Μπαγκαβάντ Γκιτά[1], τελευταίο μέρος του μεγάλου ινδικού έπους Μαχαμπαράτα, θα διαπιστώσει αμέσως κάποια βασικά κοινά στοιχεία με τη διδασκαλία που αποκαλύπτει ο Ιησούς στους δικούς Του φίλους και
μαθητές, όπως περιγράφεται στα καινοδιαθηκικά ευαγγέλια.
Ύψιστο αγαθό για τον άνθρωπο θεωρείται η σωτηρία του από την παρούσα γήινη πραγματικότητα. Κάθε αγαθό, απόλαυση ή κέρδος, που μπορεί ν’ αποχτήσει ο άνθρωπος σ’ αυτή τη ζωή (σ’ αυτό τον κόσμο γενικότερα, σε οποιοδήποτε σημείο αυτού του κόσμου, που, κατά τον Κρίσνα, δεν περιλαμβάνει μόνο το γνωστό σ’ εμάς σύμπαν), δεν είναι παρά σκιά της αληθινής απόλαυσης, που θα έχει όταν ξεφύγει από τις συνθήκες της παρούσας ζωής.
Ο Κρίσνα είναι ο Θεός και εκείνος σώζει τον άνθρωπο. Είναι ο μόνος σωτήρας και ενυπάρχει σε όλα τα όντα. Όπως και ο χριστιανικός Θεός, «ενεργεί διά μέσου των πολλαπλών και καταπληκτικών του δυνάμεων». «Τα ζωντανά όντα, απειροελάχιστες μονάδες του Τέλειου Όντος, είναι και αυτά τέλεια και έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν το Απόλυτο, το τέλειο Παν» (Σουάμι Πραμπουπάντα, Μπαγκαβάντ Γκιτά, εισαγωγή, σελ. 19). Ωστόσο, η δημιουργία είναι προσωρινή, καταστρέφεται και ξαναγίνεται κατά την υπέρτατη και αγαθή βούλησή του. Οι ιδέες για την τελειότητα των όντων και την ανακύκληση των κόσμων είναι αντίθετες με το χριστιανισμό.
Ο Κρίσνα είναι επίσης το Υπέρτατο Πρόσωπο και η Απόλυτη Αλήθεια. «Το να πιστεύει κανείς ότι η Απόλυτη Αλήθεια είναι απρόσωπη σημαίνει ότι έχει περιορισμένη γνώση γι’ αυτήν, γιατί ο Θεός είναι χωρίς αμφιβολία ένα πρόσωπο» (ό.π., σελ. 19). Η τελευταία φράση λέγεται και από τους χριστιανούς. Ομοίως, ο Ιησούς αποκάλυψε για τον εαυτό Του ότι είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάνν. 14, 6), πράγμα που είναι και η διαχρονική απάντηση στην ερώτηση του Πιλάτου «τί εστίν αλήθεια;» (Ιω. 18, 38)[2].
Ακόμη και το απρόσωπο Μπραμάν [πιο γνωστό στη δυτική βιβλιογραφία ως Μπράχμαν] υπόκειται στο Παν. Η αντίθετη άποψη, ότι «ο Θεός προέρχεται από το απρόσωπο Μπραμάν», στηλιτεύεται ως συνειδητή διαστροφή της αλήθειας, με το επιχείρημα ότι «η Μπαγκαβάντ Γκιτά λέει ακριβώς το αντίθετο» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 206), πράγμα που για τους πιστούς του Κρίσνα είναι αρκετό για να κατοχυρώσει την πίστη τους πέρα από κάθε αμφιβολία.
«Η Μπράμα-σούτρα παρομοιάζει το Μπραμάν με τις ακτίνες του ήλιου, δεδομένου ότι αποτελείται από το φως που ακτινοβολείται από το Υπέρτατο Πρόσωπο» (ό.π., σελ. 18). Η «συνειδητοποίηση» του Κρίσνα είναι ανώτερη από τη γνώση του Μπραμάν (σωτηριολογικό αίτημα άλλης εκδοχής του ινδουισμού) και περιλαμβάνει τη συνειδητοποίηση και του Μπραμάν και του Παραμάτμα, δηλ. της πλήρους εκδήλωσης του Κρίσνα που ζει μέσα στην καρδιά κάθε ζωντανού όντος (ό.π. σελ. 18 και 452). Τα παραπάνω έχουν εντυπωσιακή ομοιότητα με τη χριστιανική τριαδολογία, αλλά δεν ταυτίζονται μ’ αυτήν. Για μας ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, αν και χαρακτηρίζονται φως του Πατρός (Υιός) και παρομοιάζονται με τις ακτίνες του ήλιου (Άγιο Πνεύμα), είναι σαφώς δύο ξεχωριστά Πρόσωπα, που είναι εξίσου Υπέρτατα Πρόσωπα όσο και ο Πατήρ. Κάθε Ένα είναι πλήρης Θεός, αλλά συγχρόνως ο Θεός είναι και οι Τρεις μαζί και δε νοείται ο Ένας χωρίς τους Άλλους Δύο –ενώ στη Μπαγκαβάντ Γκιτά το Μπραμάν δεν είναι πρόσωπο και το Παραμάτμα είναι ο ίδιος ο Κρίσνα.
Η λατρεία (μπάκτι) του Κρίσνα είναι μια εκδοχή του ινδουισμού που τείνει στο μονοθεϊσμό, θεωρώντας τον Κρίσνα όχι ως μοναδικό αλλά ως υπέρτατο Θεό και δημιουργό των υπολοίπων (των ντέβα). Ανάλογες μπάκτι υπάρχουν και για άλλους θεούς, με κυριότερο το Σίβα.
Η σωτηρία επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος τον λατρεύει με αγαπητική αφοσίωση, που, όπως και στο χριστιανισμό, στο τελειότερο στάδιό της χαρακτηρίζεται ερωτική. Για την ακρίβεια, αν ο άνθρωπος την ώρα του θανάτου του έχει το νου του στραμμένο στον Κρίσνα, η ψυχή του μεταφέρεται σε κάποιον από τους χώρους του ευλογημένου βασιλείου του και εκεί ζει σε κατάσταση μακαριότητας, απαλλαγμένος από τις φθοροποιές καταστάσεις του δικού μας κόσμου (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 8,10× πρβ. τη μετάνοια του ληστή στο σταυρό, που ήταν αρκετή για τη σωτηρία του).
Η αφοσίωση αυτή είναι ακόμη ατελής, όταν ο λάτρης σκέφτεται το πνευματικό κέρδος που θα έχει απ’ αυτήν, και γίνεται τέλεια μόνον όταν «δεν περιέχει κανένα αίσθημα φιλοδοξίας ή προσωπικής απόλαυσης» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 207). «Το Μπακτι-ρασάμριτα-σινντου την περιγράφει ως εξής: “Πρέπει να υπηρετεί κανείς με καλή διάθεση τον Υπέρτατο Κύριο, τον Σρι Κρίσνα, με αγάπη και αφοσίωση καθαρά πνευματικές, χωρίς τις επιθυμίες που γεννά το προσωπικό συμφέρον ή η φιλοσοφική σκέψη και χωρίς να αναζητά καμία υλική ανταμοιβή. Αυτό είναι το αληθινό μπάκτι, η τέλεια αφοσιωμένη υπηρεσία”» (ό.π.). Η Μπαγκαβάντ Γκιτά, 7, 16, κάνει λόγο για τέσσερις τύπους ευσεβών, το δυστυχισμένο, τον περίεργο, εκείνον που αναζητά πλούτη κι εκείνον που θέλει να γνωρίσει το Απόλυτο –και οι τέσσερις «υπηρετούν με αφοσίωση» τον Κρίσνα, αλλά είναι ιδιοτελείς και συνεπώς ατελείς.
Η αντίστοιχη ιδέα είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική στο χριστιανισμό. Οι χριστιανοί άγιοι μιλούν για τρεις ομάδες-βαθμίδες χριστιανών, που και οι τρεις πλησιάζουν προς το Θεό. Εκείνους που μοιάζουν με δούλο, που κάνει το θέλημα του αφέντη του γιατί φοβάται την τιμωρία× εκείνους που μοιάζουν με μισθωτό (υπάλληλο), που κάνει το θέλημα του εργοδότη του γιατί αποβλέπει στην αμοιβή× και εκείνους που μοιάζουν με το γιο, που κάνει το θέλημα του πατέρα του απλώς γιατί τον αγαπάει. Και οι τρεις μπορούν να σωθούν, αλλά η τρίτη απ’ αυτές τις τάξεις είναι οι αληθινά ώριμοι χριστιανοί.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την αφοσίωση στο Θεό, κατά τη Μπαγκαβάντ Γκιτά, είναι η απεξάρτηση του ανθρώπου από την ύλη. Η στροφή προς την ύλη αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο. Υπάρχει ο κίνδυνος να πλανηθεί ο άνθρωπος από τη δόξα, τον πλούτο ή τις απολαύσεις της παρούσας ζωής –να ενδώσει, δηλαδή, στις τρεις γκούνα, Αγαθότητα, Πάθος και Άγνοια– και να τα θεωρήσει αληθινά, αντί για σκιά των μελλόντων αγαθών. Τότε δεν αποζητά τη σωτηρία του και δε σκέφτεται τον Κρίσνα την ώρα του θανάτου του, επομένως χάνει τη σωτηρία (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 5, 20-22× βλ. και τα σχόλια του Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 159-160, ιδίως για την υπέρβαση της σεξουαλικής ηδονής).
Ο Κρίσνα βέβαια, όπως και ο Θεός των χριστιανών, αν και παντοδύναμος, «αφήνει όλα τα ζωντανά όντα εντελώς ελεύθερα να ενεργήσουν όπως επιθυμούν, αλλά μέσα στηΜπαγκαβάντ Γκιτά τους δίνει την τελική εντολή Του: να αφήσουν δηλαδή τα πάντα για να εγκαταλειφθούν ολοκληρωτικά σ’ Αυτόν και έτσι να αποκτήσουν την ευτυχία» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 210).
«Στοχαζόμενος τα αντικείμενα των αισθήσεων, ο νους προσκολλάται σ’ αυτά. Απ’ αυτό γεννιέται ο πόθος για ηδονή και από τον πόθο για ηδονή ο θυμός» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 2, 62). Πάρα πολλοί άνθρωποι πέφτουν σ’ αυτή την πλάνη. «Οι πράξεις μας δεν εκτελούνται κατ’ ευθείαν από το σώμα, αλλά κατευθύνονται από το νου και την εξυπνάδα. Αν ο νους και η εξυπνάδα μας απορροφούνται από τη σκέψη προς τον Κύριο, τότε φυσικά και οι αισθήσεις μας θα αφιερωθούν στην υπηρεσία Του» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 29).
Βλ., για την αναλογία με τη χριστιανική παράδοση, στο Ιερόθεου Βλάχου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία[3], σελ. 118-146. «Οι άγιοι Πατέρες τονίζουν την πραγματικότητα ότι ο νους μετασχηματίζεται προς το νόημα των πραγμάτων που δέχεται. […] Όταν ενωθεί με τον Θεό, τότε γίνεται άμορφος και ασχημάτιστος» (σελ. 120). Το πιο εντυπωσιακό, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι οι άγιοι που ανέπτυξαν την ανάλογη χριστιανική διδασκαλία –π.χ. οι άγιοι Μάξιμος ο Ομολογητής, Θαλάσσιος, Ησύχιος ο Πρεσβύτερος, Νείλος, Γρηγόριος ο Σιναΐτης και οι άλλοι Πατέρες που ανθολογούνται στη Φιλοκαλία, καθώς και ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς κ.ά.– έζησαν μερικούς αιώνες μετά την ίδρυση του χριστιανισμού και είναι εντελώς απίθανο να έχουν επηρεαστεί από ανατολικές παραδόσεις, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι τις γνώριζαν.
Σημαντικά συντελούν στη στροφή του νου προς τον Κρίσνα αφενός η μελέτη των ιερών γραφών και αφετέρου η διαρκής επανάληψη των ονομάτων του, γιατί, «σε απόλυτο επίπεδο», ο Κρίσνα και τα ονόματά του ταυτίζονται. «Εκείνος που θυμάται πάντα εμένα, τον Υπέρτατο Κύριο, και συγκεντρώνει τη σκέψη του πάνω μου χωρίς να παρεκκλίνει ποτέ, αυτός, ω Πάρτα, χωρίς αμφιβολία θα έρθει μαζί Μου» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 8,8× βλ. Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 30× πρβ. αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου: «μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον»: πιο αναγκαίο είναι να θυμάσαι το Θεό παρά να αναπνέεις). Αντίθετα, κατά το Σουάμι Πραμπουπάντα, η ανάγνωση εφημερίδων, βιβλίων και περιοδικών σκοτίζει το νου και τον εμποδίζει από τη σωτήρια στροφή του στον Κρίσνα (πρβ. το λόγο του αγ. Σιλουανού του Αθωνίτη: «Αυτά που γράφουν οι εφημερίδες συγχύζουν το νου και δυσκολεύουν την καθαρά προσευχή. Η ψυχή, όταν προσεύχεται για τον κόσμο χωρίς εφημερίδες, γνωρίζει καλύτερα πώς θλίβεται όλη η γη, γνωρίζει επίσης ποιες ανάγκες έχουν οι άνθρωποι και λυπάται γι’ αυτούς»[4]). «Ο νους πετάει ασταμάτητα από το ένα θέμα στο άλλο και για να τον ελέγξει κανείς πρέπει να μάθει να τον συγκεντρώνει πάνω στη μορφή, στο όνομα του Υπέρτατου Κυρίου. Ο νους είναι ασταθής και ανήσυχος, αλλά μπορεί να βρει ανάπαυση πάνω στον ήχο του ονόματος του Κρίσνα» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 30× βλ. Μπαγκαβάντ Γκιτά, 2, 55-72). «Όποιος δεν ελκύεται πια από τις υλικές απολαύσεις και δεν είναι πια δούλος των επιθυμιών του, όποιος έχει απομακρύνει κάθε αίσθημα ιδιοκτησίας και έχει απελευθερωθεί από το λανθασμένο-εγώ, αυτός μόνο μπορεί να γνωρίσει την τέλεια ευτυχία» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 2, 71).
Τα παραπάνω εμφανίζουν πολλές ομοιότητες με τα ορθόδοξα ασκητικά κείμενα και μάλιστα της «ησυχαστικής» γραμματείας. Κατά τη γνώμη μου, ολόκληρη σχεδόν η εισαγωγή του Σουάμι Πραμπουπάντα στη Μπαγκαβάντ Γκιτά και μεγάλο μέρος των ερμηνευτικών του σχολίων, σε ό,τι αφορά στη σωτηρία του ανθρώπου και τη σχέση του με το Θεό, θα μπορούσε να έχει γραφτεί από ορθόδοξο χριστιανό, με απλή αντικατάσταση του ονόματος του Κρίσνα με το όνομα του Χριστού. Εντυπωσιακή θεωρώ εξάλλου τη σημασία που δίδεται στην επανάληψη του ονόματος του Θεού. Ο Ιησούς δίδαξε ότι το όνομά Του έχει θαυματουργική δύναμη («ό,τι αν αιτήσητε εν τω ονόματί μου, τούτο ποιήσω», «ό,τι αν αιτήσητε τον πατέρα εν τω ονόματί μου, δω υμίν», Ιω. 14, 13× 15, 16), οι άγιοι θαυματουργούν χρησιμοποιώντας το όνομά Του, ενώ οι ορθόδοξοι ησυχαστές μοναχοί το επαναλαμβάνουν συνεχώς με τη «μονολόγιστη» ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και η πρακτική της μονολόγιστης ευχής άρχισε μερικούς αιώνες μετά την ίδρυση του χριστιανισμού και είναι εντελώς απίθανο οι ιδρυτές της να επηρεάστηκαν από ανατολικές παραδόσεις, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι τις γνώριζαν.
Στη Μπαγκαβάντ Γκιτά, 6, 9-32, δίνονται οδηγίες για την ασκητική πρακτική του ινδουιστή ασκητή (γιόγκι), που θα οδηγήσει στον έλεγχο του νου του και στην ολοκληρωτική στροφή του προς το Θεό. Οι οδηγίες αυτές εμφανίζουν εκπληκτικές ομοιότητες με τη μέθοδο των ησυχαστών για τον έλεγχο του νου και τη συγκέντρωσή τους στην προσευχή. Η πιο εντυπωσιακή ομοιότητα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι «το γιόγκα εξασκείται» «κλείνοντας τις πόρτες των αισθήσεων, διατηρώντας το νου προσηλωμένο στην καρδιά και συγκεντρώνοντας τη ζωτική πνοή στην κορυφή του κεφαλιού» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 8, 13). Εκτός από τη συγκέντρωση της «ζωτικής πνοής» στην κορυφή του κεφαλιού, που είναι όχι μόνον αντίθετη σε κάθε χριστιανική πρακτική, αλλά θεωρείται και επικίνδυνη, γιατί μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε όραση του φωτός του νου του, στο οποίο ο άνθρωπος μπορεί να σταματήσει παύοντας να αναζητά το έξωθεν θείο Φως, τα υπόλοιπα θυμίζουν εξαιρετικά τα ορθόδοξα ασκητικά κείμενα –ο ορθόδοξος ησυχαστής προσεύχεται φέρνοντας το νου στην καρδιά και επιδιώκοντας την ένωση μεταξύ των δύο, ώστε να κατευθυνθεί προς το Θεό ενωμένος και όχι διασπασμένος.
Λέγεται μάλιστα ότι «ο τέλειος γιόγκι» «με την προσωπική εμπειρία του αντιλαμβάνεται την ισότητα όλων των όντων, τόσον όταν αυτά είναι ευτυχισμένα όσο και όταν είναι δυστυχισμένα» (στ. 32). Σχόλιο του Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 180: «Ο άνθρωπος που έχει συνειδητοποιήσει τον Κρίσνα είναι ο τέλειος γιόγκι. Από προσωπική πείρα μπορεί να κατανοήσει τις χαρές και τις λύπες του καθενός. Ξέρει ότι η δυστυχία προέρχεται από τη λήθη της σχέσης που ενώνει το ζωντανό ον με τον Κρίσνα, ενώ η ευτυχία πηγάζει από τη γνώση για τον Κύριο». Ομοίως και ο χριστιανός άγιος αισθάνεται τη χαρά και τον πόνο όλων των πλασμάτων: «Ο άνθρωπος που δεν τον έχει διασπάσει η αμαρτία αισθάνεται την οργανική ενότητα όλων των δημιουργημάτων× αισθάνεται τη χαρά και τη λύπη των δημιουργημάτων ως δική του, γιατί κατά κάποιο μυστικό τρόπο είναι ο φορέας του κλήρου όλων των δημιουργημάτων». «Οι άγιοι είναι αναγεννημένες και ολοκληρωμένες ψυχές, που βαθμιαία θεραπεύουν από την αμαρτία και την κτίση γύρω τους και την επαναφέρουν στην πρωταρχική της πανενότητα. Ως κατά χάριν υιοί Θεού, σώζουν την κτίση από το θρυμματισμό, από τη φθορά και τη διάσπαση της ενότητας» (π. Ιουστίνος Πόποβιτς[5]).
Θεμελιώδης ηθική παραίνεση (σανάτανα ντάρμα) στη Μπαγκαβάντ Γκιτά είναι το να υπηρετεί ο άνθρωπος κάποιον άλλο. «Το κάθε ον, από τη φύση του, τίθεται συνεχώς στην υπηρεσία ενός άλλου όντος κι είναι έτσι που απολαμβάνει τη ζωή. Το ζώο υπηρετεί τον άνθρωπο, όπως ένας υπηρέτης υπηρετεί τον κύριό του. […] Ο φίλος υπηρετεί το φίλο, η μητέρα το παιδί, η γυναίκα τον άντρα και ο άντρας τη γυναίκα… […] Υπάρχει σε όλους μια φυσική και αιώνια τάση να υπηρετούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κανείς δεν εξαιρείται. Μπορούμε χωρίς άλλο λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το υπηρετείν συνοδεύει πάντα τα ζωντανά όντα, αποτελεί το σανάτανα ντάρμα, την “αιώνια θρησκεία” τους. […] Είναι η υπηρεσία αυτή που μας ενώνει με τον Κύριο» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., εισαγωγή, σελ. 22-23). Πρβ. και Ματθ. 20, 25-28: «Οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ’ ός εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος…», διότι «ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι». «Υποτασσόμενοι αλλήλοις» ζητά και ο Παύλος να ζουν οι χριστιανοί (Εφεσ. 5, 21).
Αν και η διδασκαλία του Κρίσνα είχε παραδοθεί αρχικά στους ανθρώπους από μια σειρά φωτισμένων και απλανών διδασκάλων, οι άνθρωποι την ξέχασαν (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 4, 1-2). Λεπτομέρεια: «Ο Αρτζούνα τότε είπε: Ο Βιβασβάν, ο ντέβα του ήλιου, εμφανίστηκε πολύ πριν από Σένα. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να Του έχεις διδάξει Εσύ στην αρχή αυτήν την επιστήμη; Ο Μακάριος Κύριος απάντησε: Παρ’ όλο που και οι δυο ζήσαμε αμέτρητες φορές, ω Αρτζούνα, νικητή των εχθρών, Εγώ τις θυμάμαι όλες, ενώ εσύ τις έχεις ξεχάσει». Πρβ: Ιω., 8, 56-58: «Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν, και είδα και εχάρη. είπον ουν οι Ιουδαίοι προς αυτόν× πεντήκοντα έτη ούπω έχεις και Αβραάμ εώρακας; είπεν αυτοίς ο Ιησούς× αμήν αμήν λέγω υμίν, πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί».
Γι’ αυτό ο Κρίσνα έδωσε στους ανθρώπους τις βεδικές γραφές (ιερές βίβλους του ινδουισμού) και παρέδωσε προσωπικά τη διδασκαλία του στον Αρτζούνα, με την προτροπή να τη μεταδώσει σε όλο τον κόσμο (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 4, 3). Η μετάδοση αυτή γίνεται από γενιά σε γενιά μέσω μιας αλυσίδας φωτισμένων διδασκάλων, «ψυχών ελευθερωμένων από την ύλη» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 27), που την παραδίδουν αναλλοίωτη και φτάνούν μέχρι την εποχή μας. Η εγκυρότητα της διδασκαλίας έγκειται στην παράδοσή του από τα αψευδή χείλη του Κρίσνα και στη συνέχεια από τα απλανή χείλη των διδασκάλων του, που είναι και οι πνευματικοί διδάσκαλοι της ανθρωπότητας.
Ο Κρίσνα συμβουλεύει: «Προσπάθησε να γνωρίσεις την αλήθεια πλησιάζοντας έναν πνευματικό διδάσκαλο, κάνε του ταπεινά ερωτήσεις και υπηρέτησέ τον. Ο άνθρωπος που έχει συνειδητοποιήσει τέλεια τον πραγματικό πνευματικό εαυτό του μπορεί να σου μεταδώσει τη γνώση, γιατί έχει δει την αλήθεια» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 4, 34). Οι άνθρωποι που πλησιάζουν τον Κρίσνα για να τον υπηρετήσουν, αλλά είναι ακόμη ατελείς, «εξαγνίζονται ολότελα ερχόμενοι σε επαφή με έναν αγνό λάτρη, γίνονται κι αυτοί με τη σειρά τους αγνοί λάτρες. Για τους άθεους είναι πολύ δύσκολο να υπηρετήσουν τον Κύριο, γιατί είναι εγωιστές, ακατάστατοι στις συνήθειές τους και χωρίς έναν πνευματικό σκοπό. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και οι άθεοι, αν πλησιάσουν έναν γνήσιο μπάκτα, μπορούν να γίνουν αγνοί λάτρες του Κυρίου» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 207).
Και στην ορθόδοξη παράδοση, ιδίως την ασκητική, ο θεσμός του «γέροντα» (πνευματικού διδασκάλου –έτσι ονομάζεται άσχετα από την ηλικία του, αλλά εύλογα συνήθως είναι και ηλικιωμένος), στον οποίο ο μαθητής, αν είναι μοναχός, μαθητεύει υπηρετώντας τον με ταπείνωση, είναι από τους πιο σημαντικούς. Όχι μόνο για τη μετάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά κυρίως για την καλλιέργεια της ταπείνωσης, που είναι η πιο απαραίτητη αρετή για το άνοιγμα του ανθρώπου προς τον άλλο, συνάνθρωπο και Θεό –και κατ’ επέκτασιν όλα τα όντα. Αν ο μαθητής είναι λαϊκός, δε ζει μαζί με το γέροντά του ως υποτακτικός του, αλλά και πάλι τον συμβουλεύεται και τον υπακούει ως διδάσκαλο. Σκοπός του γέροντα είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο στο Θεό, όχι απλώς να του εξασφαλίσει ψυχική ισορροπία και γαλήνη.
Στο βασίλειο του Κρίσνα (Κρισναλόκα ή Γκολόκα Βρινντάβανα) δεν υπάρχει ήλιος και φεγγάρι ή άλλη γνωστή σε μας πηγή φωτισμού, γιατί φωτίζεται από το μπραματζότι, «το λαμπρό φως που εκπέμπεται από το σώμα του Κυρίου» (ό.π., σελ. 24). Όλο το σύμπαν αυτού του βασιλείου αιωρείται μέσα σ’ αυτό το φως. Πρβ. Αποκάλυψις, 21, 23: «και η πόλις ου χρείαν έχει του ηλίου ουδέ της σελήνης ίνα φαίνωσιν αυτή× η γαρ δόξα του Θεού εφώτισεν αυτής, και ο λύχνος αυτής το αρνίον» [ο Χριστός][6].
Ο Κρίσνα δεν εγκαταλείπει ποτέ τη Γκολόκα Βρινντάβανα, όμως κατά καιρούς έρχεται σ’ αυτό τον κόσμο «για να μας δείξει την πραγματική Του μορφή». «Κατά κανονικά διαστήματα, έρχομαι σ’ αυτόν τον κόσμο με την αρχική μεταφυσική μορφή Μου. Κάθε φορά που η θρησκευτικότητα παρακμάζει και ο αθεϊσμός υπερισχύει, σ’ ένα οποιοδήποτε μέρος του Σύμπαντος, Εγώ πηγαίνω εκεί αυτοπροσώπως, ω απόγονε του Μπάρατα» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 4, 6-7). Σχόλιο του Σουάμι Πραμπουπάντα: «Δυστυχώς, όταν εμφανίζεται ανάμεσά μας με ανθρώπινη μορφή και διασκεδάζει μαζί μας, οι ανόητοι Τον κοροϊδεύουν και νομίζουν ότι είναι ένας κοινός άνθρωπος, ενώ στην πραγματικότητα μας φανερώνει την αληθινή Του μορφή χάρη στην παντοδυναμία Του και μας δείχνει τις διασκεδάσεις Του, πιστά αντίγραφα εκείνων που γίνονται στο βασίλειό Του» (ό.π., σελ. 24). Πρβ. Ματθ. 11, 19: «ήλθε γαρ Ιωάννης μήτε εσθίων μήτε πίνων, και λέγουσι× δαιμόνιον έχει. ήλθεν ο Υιός του ανθρώπου εσθίων και πίνων, και λέγουσιν× ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, τελωνών φίλος και αμαρτωλών».
Και τον Ιησού οι άνθρωποι δεν Τον αναγνώρισαν. Όχι μόνο Τον κορόιδεψαν, αλλά και Τον θανάτωσαν μαρτυρικά. Κι Εκείνος έδειξε την πραγματική Του μορφή (ακριβέστερα, μια «ελαφριά σκιά» Της), όταν μεταμορφώθηκε στο όρος Θαβώρ ενώπιον τριών από τους μαθητές Του (Ματθ., 17, 1-13, Μάρκ., 9, 2-13, Λουκ., 9, 28-36, Β΄ Πέτρου, 1, 16-21). Αντίστοιχη μεταμόρφωση περιγράφεται και στη Μπαγκαβάντ Γκιτά, 11, 9-27, όπου ο Κρίσνα μεταμορφώνεται, μπροστά στον Αρτζούνα, σ’ ένα ον χαοτικών διαστάσεων, με άπειρα μάτια, στόματα, χέρια κ.τ.λ., στο οποίο ενυπάρχουν οι μορφές όλων των άλλων θεών «και πολλά άλλα όντα». Με δυο λόγια, έγινε «τα πάντα εν πάσι», «ανακεφαλαίωσις των πάντων», για να μεταχειριστώ δυο εκφράσεις του αποστόλου Παύλου για το Χριστό. Ο Ιησούς βέβαια δεν έχασε την ανθρώπινη μορφή Του κατά τη μεταμόρφωση, όμως κι εκεί υπήρξε «ανακεφαλαίωση των πάντων», αφού εκπροσωπήθηκαν οι ζωντανοί και οι νεκροί (με την παρουσία των προφητών Ηλία και Μωυσή αντίστοιχα) και τα άλλα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, το Άγιο Πνεύμα ως φωτεινή νεφέλη και ο Πατήρ (ομίλησε).
Στην περίπτωση του Κρίσνα ωστόσο, η σωτηρία δεν γίνεται μέσω του πάθους του, ενώ στην περίπτωση του Χριστού όλα κατατείνουν στο πάθος, ακόμη και η μεταμόρφωση –έγινε για να τη θυμούνται οι μαθητές Του και να μην απελπίζονται όταν θα Τον βλέπουν να πάσχει[7].
Επίσης, αν και ίσως δεν είναι τόσο σημαντικό (γιατί μπορεί να του δοθεί συμβολική ερμηνεία), πρέπει να αναφέρουμε πως η ιδέα ότι οι επίγειες ανθρώπινες διασκεδάσεις του Κρίσνα είναι «πιστά αντίγραφα εκείνων που γίνονται στο βασίλειό Του» ηχεί αρκετά παράξενη στ’ αφτιά του χριστιανού. Μας θυμίζει περισσότερο αρχέγονες οργιαστικές λατρείες της φύσης (που τις απορρίπτουμε, γιατί αποδίδουν λατρεία στην κτίση κι όχι στον Κτίστη) και απέχει πολύ από τη φαινομενικά αντίστοιχη χριστιανική ιδέα ότι η λειτουργία που τελείται στους ναούς μας είναι η αντανάκλαση της αιώνιας λειτουργίας που τελείται στους ουρανούς.
Αν και ο Ιησούς, στις παραβολές Του, παρομοίασε τη βασιλεία των ουρανών με γάμο και έδωσε έμφαση στην εικόνα του γαμήλιου τραπεζιού, στη βασιλεία των ουρανών, όπως την εννοεί ο χριστιανισμός, η χαρά δεν προέρχεται από διασκεδάσεις γήινου τύπου, ούτε συμβολίζεται με τέτοιες. Προέρχεται από την ίδια τη θέα του Θεού και τη σχέση αγάπης μ’ Εκείνον και με τα άλλα πλάσματα της δημιουργίας. Πρόκειται για την «ανέκφραστον ευφροσύνην των καθορώντων του Σού προσώπου το κάλλος το άρρητον», όπως αναφέρει μια προσευχή προς το Χριστό στην ορθόδοξη Ακολουθία της θείας Μεταλήψεως.
Υπάρχουν όμως και σημεία της Μπαγκαβάντ Γκιτά, που φανερώνουν εντονότερα την απόσταση των δύο διδασκαλιών, ακόμη και σε ηθικό επίπεδο. Ήδη στην αρχή του έργου, λίγο πριν τη μάχη στον «άγιο τόπο του Κουρουξέτρα», ο Αρτζούνα βλέπει τους συγγενείς του μεταξύ των εχθρών και, πετώντας το τόξο του, λέει: «Δε θα αποφάσιζα να πολεμήσω εναντίον τους, ακόμα κι αν είχα σε αντάλλαγμα τους τρεις κόσμους. Τώρα ακόμα περισσότερο, που πρόκειται μόνο για τη Γη. Παρόλο που είναι διώκτες μας, αν σκοτώσουμε τους φίλους μας και τους γιους του Ντριταράστρα, θα πέσουμε σε αμαρτία. Ένα παρόμοιο κακούργημα θα ήταν μια πράξη όχι αντάξια του εαυτού μας. Και τι θα κερδίζαμε; […] Εκείνοι που καταστρέφουν τις οικογενειακές παραδόσεις ζουν για πάντα στην κόλαση. […] Είναι καλύτερα να με σκοτώσουν άοπλο οι γιοι του Ντριταράστρα, χωρίς να αντισταθώ, παρά να πολεμήσω εναντίον τους» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 1, 26-46).
Παρόλο που εδώ το αμάρτημα φαίνεται να είναι «η καταστροφή μιας δυναστείας» και «των οικογενειακών παραδόσεων», όχι το ίδιο το γεγονός του φόνου ενός ανθρώπου, ωστόσο αυτές οι φράσεις θα μπορούσαν να έχουν ειπωθεί κι από χριστιανό. Ο Κρίσνα βέβαια στη συνέχεια δίνει μια απάντηση καθαρά ινδουιστική. Απορρίπτει τους ενδοιασμούς του μαθητή του αναπτύσσοντας διά μακρόν το δόγμα της μετενσάρκωσης (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 2, 1 και εξής): Αφού τα όντα ταυτίζονται με τις ψυχές, που ούτε γεννιούνται ούτε πεθαίνουν, κανένας φόνος δε διαπράττεται. Ο Αρτζούνα πρέπει «να πολεμήσει για τις θρησκευτικές αρχές χωρίς δισταγμό», γιατί ανήκει στην κάστα των πολεμιστών. Αν αρνηθεί, θα αμαρτήσει, γιατί δε θα έχει επιτελέσει το καθήκον του. «Ο σοφός άνθρωπος δε λυπάται ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους νεκρούς».
Η θέση αυτή –σχετικοποιώντας το καλό και το κακό και συνδέοντας την αμαρτία με τη μη επιτέλεση του καθήκοντος κι όχι με την έλλειψη αγάπης– απομακρύνει χιλιόμετρα την ηθική του Κρίσνα από αυτήν του Χριστού και σχεδόν αρκεί για να διαλύσει την όποια εντύπωση για ουσιαστική συγγένεια. Ο χριστιανός, θεωρώντας τον άνθρωπο αληθινό ον και όχι μόνο προσωπείο μιας αιώνιας, αγέννητης και αθάνατης ψυχής, και πιστεύοντας ότι ένας και μόνο θάνατος μακριά απ’ το Θεό αρκεί για την απώλεια της σωτηρίας –αφού δεν αποδέχεται τη μετενσάρκωση– θα προσυπέγραφε ανεπιφύλακτα τους ενδοιασμούς του Αρτζούνα. Ο χριστιανός λυπάται μέχρι καρδιακού πόνου και τους ζωντανούς και τους νεκρούς και, όσο πιο προοδευμένος είναι στη σχέση του με το Θεό, τόσο εντονότερα και μετά δακρύων προσεύχεται για όλους τους.
Η ιδέα του ιερού πολέμου, που γίνεται μάλιστα με εντολή του Θεού, εντοπίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, που όμως θεωρείται νηπιακό στάδιο στη σχέση του ανθρώπου με το Θεό. Υπάρχουν ορθόδοξοι άγιοι βασιλείς και πρίγκηπες που υπερασπίστηκαν ή απελευθέρωσαν το λαό τους με πόλεμο. Όμως α) κανείς απ’ αυτούς δεν πολέμησε για να ανακτήσει το θρόνο του, όπως κάνει ο Αρτζούνα, και β) πάρα πολλοί απ’ αυτούς πέθαναν μαρτυρικά, ξεπλένοντας με το «βάπτισμα του αίματος» το αίμα των εχθρών που, εξ ανάγκης και μόνον, έχυσαν στη μάχη. Ο πόλεμος δεν είναι αποδεκτός από τους χριστιανούς ούτε και υπάρχει «κάστα πολεμιστών». Ώριμη αντιμετώπιση του κακού είναι το μαρτύριο, όχι η βίαιη αντίσταση, η οποία γίνεται απλώς ανεκτή –και πάλι εντός ορίων– λόγω συγκατάβασης του Θεού στην ανθρώπινη αδυναμία. Εκατομμύρια χριστιανοί κάθε ηλικίας και φύλου, σε κάθε εποχή, προτίμησαν να πεθάνουν παρά να σηκώσουν τα όπλα× όλοι αυτοί τιμώνται στο χριστιανισμό ως άγιοι, ενώ για τους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στον πόλεμο, παρά το αίτημα του αγίου βασιλέως Νικηφόρου Φωκά να τιμώνται ως άγιοι, γίνονται προσευχές υπέρ της ψυχής τους, επειδή πέθαναν σκοτώνοντας ανθρώπους. Σημειωτέον ότι ο ίδιος ο άγιος Νικηφόρος Φωκάς πέθανε από μαχαίρι σε καιρό ειρήνης, λαμβάνοντας το δικό του «βάπτισμα του αίματος».
Υπάρχουν εξάλλου πάμπολλοι ορθόδοξοι άγιοι βασιλείς –και βασίλισσες– που εγκατέλειψαν το στέμμα και έγιναν μοναχοί και ασκητές, ενώ άλλοι προτίμησαν το θάνατο από τον πόλεμο. Ο άγιος Έντμουντ, βασιλιάς της Ανατολικής Αγγλίας, αφού αντέταξε σθεναρή αντίσταση, παραδόθηκε στους Βίκινγκς το 869 μ.Χ., για να πάψει η αιματοχυσία και στους δύο στρατούς× θανατώθηκε με βασανιστήρια αρνούμενος να εγκαταλείψει το χριστιανισμό. Ομοίως, οι Ρώσοι άγιοι πρίγκηπες Μπόρις και Γκλεμπ, το 1015, προτίμησαν να παραδοθούν στον αδερφό τους Σβιατοπόλκο και να θανατωθούν, παρά να θυσιάσουν τη ζωή των στρατιωτών τους βάζοντάς τους να πολεμήσουν για χάρη τους. Ο άγιος Βονιφάτιος, επίσκοπος και ιεραπόστολος της Γερμανίας, το 754 μ.Χ., αρνήθηκε να αμυνθεί, όταν δέχτηκε επίθεση βαρβάρων στα δάση πέραν του Ρήνου, και σκέπασε απλά τον εαυτό του με το χειρόγραφο του ευαγγελίου× φονεύθηκε μαζί με περίπου 40 ακόμη αγίους συντρόφους του.
Τα παραπάνω φανερώνουν τη ριζικά διαφορετική αντίληψη του χριστιανισμού από τον ινδουισμό (και όχι μόνο) σχετικά με τον πόλεμο, τις κοινωνικές τάξεις, την αμαρτία και τα καθήκοντα του ανθρώπου. Οι ομοιότητες ωστόσο υπάρχουν και αποτελούν θέμα που απασχολεί όχι μόνο τη θρησκειολογία, αλλά και τη χριστιανική θεολογία επί της ουσίας. Γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε να τις συζητήσουμε.
Φυσικά δεν έχω το θείο φωτισμό, που θα μου επέτρεπε μια έγκυρη αξιολόγηση των κοινών στοιχείων ανάμεσα στη Μπαγκαβάντ Γκιτά και τη χριστιανική παράδοση. Θα ήθελα όμως να επιχειρήσω μερικές σκέψεις για το θέμα αυτό.
Πώς ερμηνεύεται η ομοιότητα που φαίνεται να υπάρχει στις διδασκαλίες του Κρίσνα και του Ιησού;
Μια ερμηνεία θα μπορούσε να είναι ότι ο Ιησούς, στην ηλικία από 12 έως 30 ετών (περίοδο, για την οποία σιωπούν τα ευαγγέλια), ταξίδεψε στην Ινδία και μαθήτευσε σε ινδουιστές διδασκάλους. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Παλαιστίνη φέρνοντας στον ελληνορωμαϊκό κόσμο τη σοφία της Άπω Ανατολής.
Την άποψη αυτή αποδέχονται κάποιοι, αν και αντιβαίνει στα Λουκ. 2, 51-52, όπου αναφέρεται ότι, μετά το επεισόδιο του ναού, όπου ο δωδεκάχρονος Ιησούς κατέπληξε τους νομοδιδασκάλους με τις ερωτήσεις και τα σχόλιά Του, κατέβηκε με τη μητέρα Του και τον Ιωσήφ στη Ναζαρέτ και ζούσε υπακούοντάς τους. Την αναφορά αυτή συμπληρώνουν τα Ματθ. 12, 53-58 και Μάρκ. 6, 1-6, όπου οι κάτοικοι της Ναζαρέτ αναρωτιούνται από πού βρήκε τέτοια σοφία και θαυματουργική δύναμη ο γνωστός τους γιος του μαραγκού (το ίδιο και οι κάτοικοι της Καπερναούμ στο Ιωάνν. 6, 42).
Οι σαφείς αναφορές του Ιησού στον εαυτό Του ως Θεό μπορεί να θεωρηθούν επινόηση των οπαδών Του ή ακόμα και δική Του απάτη, αν θεωρήσουμε –σε μια κακόπιστη εκδοχή– ότι δεν ήταν ένας σοφός διδάσκαλος, αλλά ένας θρησκευτικός τυχοδιώκτης.
Αν όμως το δούμε από διαφορετική σκοπιά, μπορούμε να πούμε ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που νομίζουμε, αλλά ο Πατέρας Του, στον Οποίο τόσο συχνά αναφέρεται, ήταν ο Κρίσνα. Οπότε ο Ιησούς ήταν κάτι αντίστοιχο με τον Αρτζούνα ή και ο ίδιος ο Αρτζούνα, αυτοπροσώπως ή σε μετενσάρκωση. Τότε βέβαια ο Κρίσνα ταυτίζεται με το Θεό των χριστιανών –ταύτιση που μπορούμε να στηρίξουμε και με μιαν αναφορά στην Τριμούρτι, την ινδική τριάδα, που αποτελείται από τους θεούς Μπράχμα, Βίσνου (Κρίσνα) και Σίβα. Ενδεχομένως μάλιστα ο Ιησούς να ήταν άλλη μια αβατάρα, δηλαδή ενσάρκωση του Κρίσνα.
Η ιδέα αυτή αντιβαίνει σε δύο πράγματα: α) Στο ότι οι χριστιανοί διδάσκαλοι, στη δική τους επαφή με το Θεό, με την οποία Τον γνώρισαν μετέχοντας στο υπερούσιο Φως Του και γενόμενοι οι ίδιοι θεοί, δε διδάχτηκαν τέτοια πράγματα. Επομένως, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι πλανήθηκαν και νόμισαν ότι γνώρισαν το Θεό, ενώ στ’ αλήθεια βίωσαν τις φαντασιώσεις τους. Μια τέτοια παραδοχή βέβαια θα ήταν αυθαίρετη και θα παρέβλεπε αβασάνιστα τη βαθιά σοφία που υπάρχει στη διδασκαλία των χριστιανών αγίων. β) Στο ότι υπάρχουν και θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στις διδασκαλίες του Χριστού και του Κρίσνα, π.χ. η μετενσάρκωση και η ηθική που απορρέει απ’ αυτήν ή η έννοια της σωτηρίας ως λύτρωσης από τη μετενσάρκωση και εξαφάνισης του σώματος (Κρίσνα), σε αντίθεση με τη σωτηρία ως λύτρωση από το θάνατο και αιώνια ζωή με αυτό το σώμα και την προσωπικότητα που φέρουμε κατά την εδώ γέννησή μας (Ιησούς).
Ο Θεός, ως Χριστός (Θεάνθρωπος), παίρνει αληθινό ανθρώπινο σώμα, το οποίο διατηρεί και θα διατηρεί αιώνια, και η θέωση των χριστιανών περιλαμβάνει και το σώμα τους, γι’ αυτό και από τα λείψανα των αγίων γίνονται θαύματα –αυτό είναι και ένας από τους λόγους που οι χριστιανοί δεν καίμε τους νεκρούς μας. Οι χριστιανοί άγιοι δεν είδαν πουθενά μετενσάρκωση και, αν υπήρχε, δε θα ήταν δυνατόν να επικοινωνούν με τους ανθρώπους άγιοι που έζησαν τον πρώτο ή το δεύτερο αιώνα μ.Χ. (ακόμη κι αν είχαν γίνει μποντισάτβα, δηλαδή όντα που μένουν με τη θέλησή τους ένα σκαλί πριν την εξαφάνιση, για να βοηθούν τους ανθρώπους να φτάσουν στη νιρβάνα –ιδέα που υπάρχει στο μαχαγιάνα βουδισμό– λογικό θα ήταν να τοποθετηθούν ξεκάθαρα κι όχι να εμφανίζονται με τη χριστιανική μορφή τους). Επίσης ο Ιησούς πατάει το θάνατο διά του θανάτου Του, ανοίγοντας τις πύλες για την ανάσταση των νεκρών, ενώ ο Κρίσνα απλώς αφήνει μια διδασκαλία και μια μέθοδο αυτοσυγκέντρωσης, που όποιος την εφαρμόσει λυτρώνεται.
Τέλος, η σωτηρία για τους χριστιανούς δεν είναι το αποτέλεσμα μιας προσωπικής σχέσης του καθενός με το Θεό, στην οποία ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τα πάθη του και αυτόματα γνωρίζει το Θεό και γίνεται θεός –είτε αυτός ο «Θεός» είναι το ίδιο το βαθύτερο είναι του ανθρώπου είτε ένα Πρόσωπο που υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, όπως λέει ο χριστιανισμός, είτε πρόκειται για συνδυασμό και των δύο, όπως πρεσβεύει ο μπάκτι ινδουισμός. Η σωτηρία για τους χριστιανούς είναι το αποτέλεσμα της ένταξης του ανθρώπου σε μια παγκόσμια σχέση με το Θεό και με τα άλλα όντα του σύμπαντος. Αυτή η σχέση αφ’ ενός είναι ξεκάθαρα σχέση αγάπης, και μόνον ως σχέση αγάπης είναι σχέση γνώσης, και αφ’ ετέρου εντάσσει τον άνθρωπο σ’ ένα παγκόσμιο σώμα, που έχει κεφαλή το Χριστό (δηλαδή το Θεό ως αληθινά και αιώνια ενωμένο με τον Άνθρωπο, ως Θεάνθρωπο πλέον) και είναι η Εκκλησία. Γι’ αυτό το λόγο μόνο μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στη θέωση (=ένωση με το Θεό, δηλαδή τον Τριαδικό Θεό, αφού οι χριστιανοί άγιοι έτσι διδάχτηκαν ότι υπάρχει ο Θεός, εν Τριάδι Προσώπων, αχώριστων, αλλά και ανεξάρτητων και διακριτών), αφού η Εκκλησία είναι το σύνολο των όντων όλων των κόσμων που επιλέγουν να έχουν σχέση αγάπης με τον Τριαδικό Θεό και, μέσω αυτής της σχέσης, τείνουν προς την ένωση με Αυτόν.
Η ένωση αυτή δεν γίνεται μέσω ασκητικών μεθόδων (όσο ισχυρό κι αν διαμορφώσουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα και όσο κι αν κάνουν τον άνθρωπο να κυριαρχεί στις ορμές του κ.τ.λ. –αντίθετα, όπως διδάσκουν όλοι οι ορθόδοξοι άγιοι ασκητές, αυτή η κυριαρχία μπορεί να οδηγήσει σε αλαζονεία) ούτε μέσω της «συνειδητοποίησης» κάποιων «αληθειών» (αυτό θα μπορούσε να ισχύει αν ήταν μόνον ο νους ή η ψυχή προορισμένα για τη σωτηρία και το σώμα προοριζόταν για τον αφανισμό, όπως δέχεται ο ινδουισμός). Γίνεται μέσω της κοινωνίας αγάπης του παγκόσμιου σώματος της Εκκλησίας, το οποίο περιλαμβάνει ανθρώπους και αγγέλους, αλλά και τα άλλα όντα της δημιουργίας (ζώα, φυτά κ.τ.λ.), με τα οποία όσο θεώνεται ο άνθρωπος τόσο στενότερη σχέση αγάπης αναπτύσσει. Κεφαλή του σώματος αυτού είναι ο Θεός εν Χριστώ.
Τροφή αυτού του σώματος, που ενεργοποιεί τη σχέση αγάπης, είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού, το οποίο οι άνθρωποι κοινωνούν –αληθινά και όχι συμβολικά– στο μυστήριο της θείας Μετάληψης.
Η ιδέα για κοινωνία του αληθινού σώματος και αίματος του Χριστού, κι όχι ψωμιού και κρασιού που απλά συμβολίζουν το σώμα και το αίμα Του, συχνά φαίνεται απλοϊκή δεισιδαιμονία σε «φιλοσοφημένους» ανθρώπους της εποχής μας, αλλά και του παρελθόντος. Εκείνοι όμως στηρίζονται υπερβολικά στις βεβαιότητες που δημιουργεί ο νους τους για μια δήθεν υπεροχή του συμβολισμού έναντι του «μυστικισμού» και του νου έναντι των υπόλοιπων στοιχείων που αποτελούν τον άνθρωπο. Ο συμβολισμός ταιριάζει σε «φιλοσόφους» και για να γίνει κατανοητός προϋποθέτει μόρφωση, ενώ η εν σώματι και αίματι κοινωνία με το Θεό μπορεί να οδηγήσει στη θέωση και αγράμματες γιαγιάδες, βοσκούς και εργάτες –πράγμα που η υποσυνείδητη αλαζονεία των μορφωμένων δε μπορεί να ανεχτεί, γιατί τότε η αξία των διανοητικών προσπαθειών τους πάει περίπατο. Κάποιοι λοιπόν ισχυρίζονται ακόμη και ότι οι χριστιανοί άγιοι ισχυρίστηκαν ότι έχουμε αληθινή κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού, απλώς γιατί «έτσι θα προσέγγιζαν τους αγράμματους».
Όμως δεν είναι έτσι. Ούτε οι μεγάλοι άγιοι, εκείνοι που έφτασαν μέχρι τέλους την ένωσή τους με το Θεό, δε σταμάτησαν να κοινωνούν. Και τούτο, διότι κοινωνώντας το σώμα και το αίμα του Χριστού, έρχονται σε ένωση και με Εκείνον και με όλα τα όντα, καθώς στη θεία Μετάληψη ενυπάρχει όλη η δημιουργία. Πάνω στο μικρό δίσκο με τον άρτο που μεταβάλλεται σε σώμα Χριστού υπάρχουν τεμάχια που εκπροσωπούν όλους τους αγγέλους και τους ανθρώπους –που η ύπαρξή τους ανακεφαλαιώνεται στην ύπαρξη του Χριστού, του νέου Αδάμ. Η ένωση αυτή έχει νόημα μόνον εάν είναι πραγματική ένωση, όχι αν πρόκειται απλά για έναν συμβολισμό. Και διαφέρει ριζικά από τη μαγεία, επειδή δεν ενεργεί παρά μόνον αν ο άνθρωπος που μετέχει σ’ αυτήν αγαπά και επιθυμεί την ενεργοποίησή της. Αν κλείνεται εγωιστικά στον εαυτό του, η μετοχή του δεν τον ενώνει με τους άλλους και με το Θεό.
Ο Χριστός λοιπόν δεν είναι για μας απλά «ο Κύριος», αλλά ένας ιδιόρρυθμος Κύριος που τόσο μας αγαπά, ώστε γίνεται τροφή για να ζήσουμε: ο ουράνιος άρτος (Ιω. 6, 29-35 και 48-58). Ο «επιούσιος άρτος» του «Πάτερ ημών».
Έτσι εκπληρώνεται ο θεμελιώδης λόγος του Χριστού προς τον Πατέρα, κατά το μυστικό δείπνο: «ίνα πάντες έν ώσιν, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσιν… ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμέν» («για να είναι όλοι ένα, όπως Εσύ, Πατέρα, [υπάρχεις] σε μένα κι εγώ σε Σένα… για να είναι ένα, όπως εμείς είμαστε ένα»,Ιω. 17, 21, 22).
Κατά τη «γεωμετρία του αγίου Δωρόθεου», του μεγάλου χριστιανού διδασκάλου του 6ου αιώνα, όσο πλησιάζουμε προς το Θεό πλησιάζουμε και προς τους αδελφούς μας, όπως οι ακτίνες που πλησιάζουν στο κέντρο ενός κύκλου. Και κατά τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, «όσο μεγαλύτερη η αγάπη, τόσο μεγαλύτερη η οδύνη της ψυχής. Όσο πληρέστερη η αγάπη, τόσο πληρέστερη η γνώση. Όσο θερμότερη η αγάπη, τόσο πιο πύρινη η προσευχή. Όσο τελειότερη η αγάπη, τόσο αγιότερος ο βίος»[8].
Υπάρχουν και άλλες διαφορές, αλλά αυτές νομίζω πως είναι αρκετές.
Άλλη ερμηνεία για τη συγγένεια της Μπαγκαβάντ Γκιτά και του ευαγγελίου είναι ότι οι διδασκαλίες τους δεν εξαρτώνται η μία από την άλλη, απλώς μεταφέρουν και οι δύο τη βαθιά πανανθρώπινη σοφία, που τόσο ο Κρίσνα όσο και ο Ιησούς, ως σοφοί διδάσκαλοι, αντιλήφθηκαν. Η σοφία αυτή είναι ο λόγος της αγάπης, με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ολοκληρωθεί πνευματικά και να φτάσει στην τελειότητα, αλλά και η συμβίωση των ανθρώπων να γίνει ομαλή. Οι διαφορές στα λόγια των δύο διδασκάλων μπορεί να οφείλονται στο διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον, όπου έζησε και δίδαξε ο καθένας τους, αλλά και σε διαφοροποίηση των οπαδών τους, καθώς δεν έγραψαν οι ίδιοι τα λόγια τους, αλλά μας τα μετέφεραν οι μαθητές τους. Ωστόσο παρατηρούμε ότι και οι μεταγενέστεροι χριστιανοί και ινδουιστές διδάσκαλοι μερικές φορές είπαν κοινά πράγματα, γιατί και οι δύο πολιτισμοί, στη γνησιότητά τους, εμβάθυναν στην ίδια παγκόσμια αλήθεια.
Η ερμηνεία αυτή είναι ορθολογική και σίγουρα αρεστή σε μεγάλη μερίδα σύγχρονων δυτικών ανθρώπων, ιδιαίτερα μάλιστα στους προβληματισμένους και ευαίσθητους. Από χριστιανική άποψη φυσικά δεν ευσταθεί. Στα ευαγγέλια ο Ιησούς δεν εμφανίζει τον εαυτό Του ως έναν από τους πολλούς σωτήρες και διδασκάλους, έστω θεόσταλτους, αλλά ως το μοναδικό σωτήρα των ανθρώπων, που αξιώνει αποκλειστική πίστη σ’ Αυτόν (βλ. π.χ. Ματθ. 23, 8-11, Ιω. 6, 53-58× 10, 1-21) και απόλυτη επιφυλακτικότητα απέναντι στους άλλους (π.χ. Ματθ. 24, 4-5 και 23-25). Απαιτεί μάλιστα να Τον αγαπούν οι άνθρωποι περισσότερο από τους γονείς και τ’ άλλα μέλη της οικογένειάς τους (π.χ. Ματθ. 10, 34-37), προφανώς γιατί η προσκόλληση στην οικογένεια, στις «οικογενειακές αξίες» και τα οικογενειακά συμφέροντα συνήθως μας εμποδίζει ν’ αγαπήσουμε όλο τον κόσμο.
Εξάλλου σ’ όλα τα ευαγγελικά αποσπάσματα, όπου αναφέρεται στη σχέση Του με τον Πατέρα, φαίνεται πως είναι ο ένας και μοναδικός Υιός (π.χ. Ιω. 1, 1-18× 3, 13-18), ο οποίος μάλιστα θα επιστρέψει και θ’ αποκαταστήσει το σύμπαν κατά την «ημέρα του Υιού του ανθρώπου» (π.χ. Ματθ. 24, 30-51× 25, 31-46). Ο χαρακτηρισμός «Υιός του ανθρώπου» ερμηνεύεται από κάποιους ως ο επόμενος κρίκος στην εξέλιξη του ανθρώπου, ο «θεωμένος άνθρωπος», βασικά όμως προέρχεται από το όραμα του Δανιήλ (στην Παλαιά Διαθήκη, Δανιήλ, κεφ. 7), που είδε το Θεό ως «παλαιό των ημερών» και συγχρόνως ως «υιό ανθρώπου».
Κατά το χριστιανισμό, οι διδασκαλίες αυτές του Ιησού δεν είναι εγωιστικές και μισαλλόδοξες, είναι απλώς η σωτήρια αλήθεια που αποκαλύπτει στους ανθρώπους. Ιστορικά χρησιμοποιήθηκαν για να θεμελιωθούν διάφορες νοσηρές εκδηλώσεις της ανθρώπινης μισαλλοδοξίας, όμως αυτό δεν είναι η αυθεντική εκδοχή του χριστιανισμού, αλλά η δραματική παραχάραξή του.
Σημειωτέον, ότι, από χριστιανικής πλευράς, αν ο Κρίσνα ή οποιοσδήποτε άλλος μπορούσε να σώσει τους ανθρώπους, ο Χριστός δε θα ερχόταν στη γη. Αν, πάλι, υποθέσουμε ότι ο Χριστός είναι ο Κρίσνα που επέστρεψε ή ένας μαθητής του, που φέρνει ένα «επόμενο στάδιο» της ίδιας διδασκαλίας (την οποία «φέρνουν όλοι οι πνευματικοί διδάσκαλοι της ανθρωπότητας»), τότε τα προηγούμενα στάδια πρέπει να εγκαταλειφθούν, επομένως όλοι οι πιστοί του Κρίσνα πρέπει να περάσουν στο χριστιανισμό.
Αν εξετάσουμε το πνεύμα, με το οποίο αντιμετωπίζουν τις θρησκείες οι χριστιανοί άγιοι διδάσκαλοι, θα δούμε ότι, κατ’ αυτούς, ο αληθινός Θεός (ο Τριαδικός) ποτέ δεν άφησε τους ανθρώπους χωρίς καμιά ένδειξη της παρουσίας Του. Αντίθετα, φώτιζε αγνές ψυχές ακόμα και σε πολυθεϊστικούς λαούς και τους μετέδιδε το «σπερματικό λόγο Του», δηλ. κομμάτια της διδασκαλίας, την πληρότητα της οποίας αποκάλυψε αυτοπροσώπως –και όχι μέσω προφητών– όταν ο Ένας της Τριάδας έγινε άνθρωπος. Στον ιουδαϊσμό οι άνθρωποι αυτοί είναι οι προφήτες, όμως ανάλογες περιπτώσεις υπάρχουν και σε άλλες πνευματικές παραδόσεις. Ιδίως αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και ποιητές επαινούνται από τους χριστιανούς αγίους για το ήθος τους και ενίοτε θεωρούνται «χριστιανοί προ Χριστού». Η περίπτωση της Μπαγκαβάντ Γκιτά θα μπορούσε να είναι μια τέτοια περίπτωση. Αν ο άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος π.χ. απεύθυνε τις απολογίες του και ο Μέγας Βασίλειος το λόγο του Προς τους νέους σε ινδικό ακροατήριο, πιθανόν να αναφέρονταν και στον Αρτζούνα.
Σε μια ερμηνευτική προσέγγιση με βάση τη διδασκαλία του σπερματικού λόγου, κάποια κομμάτια της Μπαγκαβάντ Γκιτά, όπως και όλων ή σχεδόν όλων των ιερών κειμένων που παραδίδονται στους διάφορους πολιτισμούς, πλησιάζουν το Θεό. Ένας Θεός υπάρχει, η Αγία Τριάδα, και ένας Σωτήρας, ο Χριστός. Όλοι οι άνθρωποι που σώζονται, όποτε κι αν έζησαν (ακόμη και προ Χριστού), σε όποια θρησκεία κι αν ανήκουν, ό,τι κι αν νομίζουν για το Θεό, σώζονται διά της αγάπης, η οποία επιτρέπει στον Τριαδικό Θεό να εισέλθει στην νοερή καρδιά τους και να ενωθεί με αυτούς. Εκείνοι δεν το γνωρίζουν, αλλά ο Θεός τούς σώζει.
Ο Χριστός αποκαλύπτει ευθέως Ποιος είναι ο Θεός (ο Ίδιος είπε: «φανέρωσα το όνομά Σου στους ανθρώπους», Ιω. 17, 6). Όμως η ανθρωπότητα, χωρίς να το γνωρίζει, έχει πάντα σχέση με τον αληθινό Θεό και κάποιες φορές το θέλημά Του αποκαλύπτεται στους ανθρώπους, που η «αγαπώσα καρδία τους» είναι δεκτική αυτής της αποκάλυψης. Βέβαια, ανακατεύεται με πλάνες, που οφείλονται στη γενικότερη πλανημένη κατάσταση της ανθρωπότητας, που έχασε τη γνώση του Θεού, την οποία είχε στον παράδεισο.
Κι ο Κρίσνα λέει κάτι ανάλογο, αν και φυσικά δε μιλάει για παράδεισο. Η αναφορά σε χαμένο πρωταρχικό παράδεισο θα σήμαινε κατάφαση του υλικού κόσμου, πράγμα αντίθετο με τον ινδουισμό, που θεωρεί ότι ο άνθρωπος ταυτίζεται με την (προαιώνια, αγέννητη και άφθαρτη) ψυχή του. Κατά τον Κρίσνα, «ολόκληρο το Σύμπαν» αγνοεί ότι εκείνος είναι «ο Υπέρτατος, ο Ακατάβλητος, Αυτός που υπερβαίνει κάθε επιρροή της ύλης», επειδή είναι «παραπλανημένο από τις τρεις γκούνα», που ο επιμελητής προσθέτει σε παρένθεση πως είναι «Αγαθότητα, Πάθος και Άγνοια» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 7, 12-13). Κατά τα σχόλια του Σουάμι Πραμπουπάντα στους παραπάνω στίχους, καθώς και στο στίχο 14, οι τρεις γκούνα και η υλική ενέργεια αποτελούν μέρος της ενέργειας του Υπέρτατου Κυρίου, αν και κατώτερο, και λειτουργούν κατά το παντοδύναμο θέλημά του. Ο Σουάμι μάλιστα παραθέτει ένα απόσπασμα από τις Βέδες, τις ινδουιστικές ιερές γραφές, που αναφέρεται στη μάγια, την αυταπάτη της υλικής ύπαρξης: «Η μάγια είναι ασφαλώς πρόσκαιρη και απατηλή, αλλά ο “μάγος” που ενεργεί πίσω της δεν είναι άλλος από τον Μαχεσβάρα, τον Απόλυτο Κύριο, το Θεό, το Υπέρτατο Πρόσωπο» (ό.π., σελ. 201).
Για το χριστιανισμό, το κακό σε καμία περίπτωση δεν είναι μέρος της ενέργειας του Θεού (όπως κι αν το εννοήσουμε αυτό) ούτε ενεργεί κατά το θέλημά Του, παρά μόνο με την έννοια ότι ο άνθρωπος μπορεί να το χρησιμοποιήσει ως «πνευματικό γυμναστήριο», για να το υπερβεί και ν’ ανεβεί τη σκάλα της αγάπης, που οδηγεί στο Θεό. Το κακό όμως, σε όλες τις μορφές του –που καταλήγουν σε μία: την εγωιστική στροφή προς εαυτόν ή προς ψεύτικους θεούς και την πολυδιάσπαση της δημιουργίας, έσχατη συνέπεια της οποίας είναι ο θάνατος– λειτουργεί παρά το θέλημα του Θεού και, για την ακρίβεια, παρασιτεί σε βάρος της δημιουργίας. Δεν υπάρχει, μόνον ενεργείται όταν το λογικό ον (άνθρωπος ή άγγελος) παύει να αγαπά το Θεό και τα άλλα όντα και στρέφεται είτε προς τον εαυτό του, σα να ήταν θεός, είτε προς κάποια «αξία», συνειδητά ή υποσυνείδητα θεοποιημένη: τις ηδονές, τη δόξα, τον πλούτο, αλλά και την τέχνη, τη γνώση κ.τ.λ., νομίζοντας ότι έτσι θα φτάσει σ’ αυτό που ποθεί, που είναι πάντα –ακόμη κι αν δεν το ξέρει– η θέωση. Θέωση όμως μόνο μέσα από την ενοποιό σχέση αγάπης με το Θεό μπορεί να συντελεστεί. Γι’ αυτό η διενέργεια του κακού ονομάζεται «αμαρτία» (=λάθος), γιατί έχει τα αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά που νομίζει όποιος ενδίδει σ’ αυτήν. Αυτό ακριβώς είναι το προπατορικό αμάρτημα.
Η απόδοση της υπαρξιακής αρχής του κακού σε μια όψη της ενέργειας του Θεού είναι από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία απόκλισης του ινδουισμού (και άλλων θρησκειών της ανατολής) από το χριστιανισμό. Μπορώ να πω μάλιστα ότι αντιμετωπίζεται με καχυποψία, γιατί για μας «πατέρας» του κακού είναι ένα άλλο ον, όχι Θεός, αλλά έκπτωτος άγγελος, ο διάβολος (=συκοφάντης). Ο διάβολος βέβαια, κατά τους χριστιανούς αγίους, δεν είναι εκ φύσεως κακός, γιατί τότε θα σκότωνε και τον εαυτό του. Απλώς κι εκείνος ενεργεί το κακό απομακρυνόμενος από το Θεό, όπως είναι ελεύθερος να κάνει. Εκ φύσεως όμως είναι καλός, όπως όλα τα όντα στη δημιουργία. Δεδομένου πάντως ότι ο διάβολος είναι «ψεύτης», τίθεται το ερώτημα για την αληθινή φύση των θεών των διαφόρων θρησκειών, που οι πιστοί τους θεωρούν ότι συγκεντρώνουν και το καλό και το κακό.
Ο ινδουισμός είναι μια πολυσύνθετη θρησκεία και δε μπορεί να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου από τους χριστιανούς. Από τα στοιχεία της που ο χριστιανισμός απορρίπτει (διότι ο Χριστός δεν τα δίδαξε, ούτε οι άγιοί μας τα διδάχτηκαν στους επόμενους αιώνες) είναι π.χ. η πίστη ότι υπάρχουν πολλοί θεοί, ότι η παρούσα ζωή είναι μια αυταπάτη, ότι οι ψυχές των ανθρώπων είναι από την ίδια ουσία με το Θεό, ότι οι άνθρωποι μετενσαρκώνονται και λύτρωση γι’ αυτούς είναι η απαλλαγή από τις αναγεννήσεις και από τα διαδοχικά σώματα που λαμβάνουν σ’ αυτές…
Φυσικά η λατρεία κάποιων σκοτεινών ινδικών θεών, όπως η Κάλι, αλλά και σκοτεινών πλευρών κάποιων πολύπλευρων θεών, όπως ο Σίβα ή και ο Βίσνου (ενσάρκωση του οποίου είναι ο Κρίσνα), είναι για μας τους χριστιανούς ύποπτη: ποιος λατρεύεται όταν οι πιστοί της Κάλι κάνουν ανθρωποθυσίες; Και ακόμη: ποιος λατρεύεται όταν οι λάτρεις του Κρίσνα ψάλλουν το όνομά του στα μάντρα τους ή προσφέρουν λατρεία «στα λωτοειδή πόδια του»; Υπάρχουν ο Κρίσνα και οι υπόλοιποι ινδικοί θεοί; Αν ναι, θεωρούνται της ίδιας ουσίας, όμως σ’ αυτούς συνυπάρχει καλό και κακό. Τι είδους όντα λοιπόν είναι, δεδομένου ότι κι εμείς έχουμε αγίους δασκάλους, οι οποίοι διδάχτηκαν κατά τις θεοπτικές εμπειρίες τους ότι ο Θεός είναι η Αγία Τριάδα, που τίποτε άλλο δεν είναι της ίδιας ουσίας μ’ Αυτήν, ενώ αντίθετα υπάρχουν αμέτρητα αγαθά και σκοτεινά πνεύματα, που τα πρώτα βοηθούν, ενώ τα δεύτερα παραπλανούν τους ανθρώπους εμφανιζόμενα ως φωτεινά, για να τους αποσπάσουν από το Θεό.
Σημειωτέον ότι, για τους λάτρεις του, ο Κρίσνα και κάθε άλλος θεός υπάρχει πραγματικά, δεν είναι απλώς η αλληγορία κάποιων φιλοσοφικών ιδεών. Η διδασκαλία του είναι έγκυρη γιατί ο ίδιος την αποκάλυψε, δεν την ανακάλυψαν οι άνθρωποι με την πολυπλάνητη διανόησή τους.
Υπ’ όψιν ότι η απόδοση προσωπικής λατρείας σε κάποιον από τους θεούς, από χριστιανική άποψη, πρέπει να διαχωριστεί από το περιεχόμενο των ινδουιστικών ιερών γραφών, οι οποίες σε αρκετά σημεία φαίνεται να προσεγγίζουν όψεις της αλήθειας για το Θεό, όπως ο Χριστός την αποκάλυψε (π.χ. ότι υπηρετώντας το συνάνθρωπό μας πλησιάζουμε το Θεό ή ότι οι απολαύσεις του παρόντος κόσμου μπορούν να αποπροσανατολίσουν από τη σωτηρία κ.π.ά.). Εξυπακούεται ότι τώρα μιλώ ως χριστιανός. Για μάς δεν τίθεται σε αμφιβολία ότι ο Χριστός είπε την αλήθεια, γιατί οι μαθητές Του και οι άγιοι των επόμενων αιώνων, μέχρι την εποχή μας, είδαν και βίωσαν τη θεότητά Του, έφτασαν οι ίδιοι στη θέωση μέσω Αυτού και μετέφεραν την αλήθεια των εμπειριών τους απαράλλακτη –ακριβώς όπως οι πιστοί του Κρίσνα διατείνονται για τους δικούς τους δασκάλους.
Αλλά εξίσου διφορούμενη μας φαίνεται και η δυνατότητα των ινδών διδασκάλων να «αναπτύσσουν ξεχωριστές δυνάμεις» χρησιμοποιώντας τις διάφορες μεθόδους διαλογισμού που διδάσκει η παράδοσή τους.
Η ανάπτυξη δυνάμεων (ακόμη και του χαρίσματος «να αντιλαμβάνεται την ισότητα όλων των όντων, τόσον όταν αυτά είναι ευτυχισμένα όσο και όταν είναι δυστυχισμένα») είναι για τον άνθρωπο ο μεγαλύτερος πειρασμός: μπορεί να τον οδηγήσει στην πλάνη ότι είναι θεός –ίσως μάλιστα και ο Θεός!– ή απλώς ότι μπορεί να «αυτοπραγματωθεί» με τις δικές του προσπάθειες, χωρίς να έχει ανάγκη το Θεό.
Η ιδέα της «αυτοπραγμάτωσης» ταιριάζει στο ιδεώδες της ατομικής σωτηρίας, όχι όμως της ένταξης του ανθρώπου στην Εκκλησία, γι’ αυτό, αν και είναι αρεστή στον άνθρωπο της σύγχρονης ατομιστικής εποχής (που ανακάλυψε τα «δικαιώματα του ανθρώπου» αλλά όχι την αυτοπαραίτηση του ανθρώπου από τα «δικαιώματά του» για χάρη της αγάπης του προς τους άλλους –μεταξύ των οποίων και προς τους εχθρούς του και προς τους αμαρτωλούς και γενικά προς εκείνους που «δεν αξίζουν» αυτή την αγάπη), δεν είναι συμβατή με το χριστιανισμό.
Αν ο άνθρωπος «αυτοπραγματώνεται», τότε θεωρητικά γίνεται αμετακίνητος προς το κακό. Έχει πραγματώσει όλες τις προοπτικές του, δε μπορεί να πλανηθεί πλέον. «Δεν υπάρχει όμως κανένα καθήκον για όποιον έχει συνειδητοποιήσει τον αληθινό εαυτό του. Τέλεια ικανοποιημένος, χαίρεται και τέρπεται μόνο με τον εαυτό του» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 3, 17). Σχόλιο του Σουάμι Πραμπουπάντα: όποιος «έχει συνειδητοποιήσει τέλεια τον Κρίσνα», «με τη χάρη του Κυρίου βλέπει κάθε στιγμή καθαρά το καθήκον του και γι’ αυτό δεν είναι πια υποχρεωμένος να ακολουθεί τους βεδικούς κανόνες» (ό.π., σελ. 112).
Για τους χριστιανούς όμως, μέχρι και την τελευταία στιγμή ο άνθρωπος μπορεί να πλανηθεί και να χάσει την αγιότητά του, αν νιώσει την εγωιστική αυτοϊκανοποίηση της αρετής, πράγμα που τον κάνει να κλείσει αυτόματα την καρδιά του και ν’ αφήσει το Θεό απέξω! Γι’ αυτό η ζωή του χριστιανού είναι μια διαρκής επιφυλακή, για τη διαφύλαξη της πολύτιμης ταπείνωσης, όπως άλλωστε κι ο Θεός, τον Οποίο ποθεί, είναι ταπεινός. Μόνο μετά θάνατον ο άγιος δεν κινδυνεύει να εκπέσει. Εξάλλου, η πλήρης κατάσταση θέωσης (ο παράδεισος) δεν υπάρχει ακόμη για τους ανθρώπους, αλλά θα υπάρξει μόνο όταν όλοι οι άνθρωποι θα έχουν γεννηθεί, οπότε θα γίνει, κατά το χριστιανισμό, η ανάσταση των νεκρών και θα ζήσουμε με το ίδιο το δικό μας σώμα –αλλά άφθαρτο και αιώνιο– στο ίδιο αλλά ανακαινισμένο σύμπαν, που θα είναι πλέον μέρος της «βασιλείας του Θεού».
Φυσικά, ούτε καν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι, αν ο άνθρωπος δεν είναι άγιος, τότε αναπτύσσοντας δυνάμεις, είτε είναι χριστιανός είτε όχι, γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνος. Και πόσο έγκυρο είναι να εμπιστευθεί κάποιος τα συναισθήματά του, τα ισχυρά του βιώματα και πιθανόν κάποια εξαιρετικά γεγονότα που του συμβαίνουν και να πει για τον εαυτό του «αυτό δεν ισχύει για μένα, γιατί εγώ είμαι ήδη άγιος»;
Οι χριστιανοί όχι μόνο δεν επιδιώκουν την ανάπτυξη δυνάμεων, αλλά και δεν την επιθυμούν. Δε χρησιμοποιούν καμία μέθοδο γι’ αυτήν, μόνο προσπαθούν να εφαρμόσουν στη ζωή τους την εντολή της αγάπης. Κι αν φτάσουν στο σημείο, λόγω της ταπεινής σχέσης τους με το Θεό (του πόθου τους γι’ Αυτόν), να κάνουν «θαύματα», δεν τα κάνουν εκείνοι, αλλά ο Θεός, που ανταποκρίνεται στα αιτήματά τους. Μόνον ο Θεός κάνει θαύματα, κατά το χριστιανισμό. Οι άγιοι θαυματουργούν χρησιμοποιώντας το όνομα του Χριστού κι όχι με «τις δυνάμεις τους» (βλ. π.χ. Πράξεις Αποστόλων, 3, 6: «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου έγειρε και περιπάτει») ούτε «στέλνουν θετική ενέργεια στους άλλους» με το διαλογισμό τους. Γνωρίζουν από την πείρα αιώνων χριστιανικού βίου ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού (η θεία χάρη) είναι απείρως αποτελεσματικότερη από την ενέργεια που μπορεί να πηγάζει από κάποιο «θεϊκό στοιχείο» μέσα τους. Όμως οι ινδουιστές διδάσκαλοι αναπτύσσουν δυνάμεις και «αυτοπραγματώνονται» με τις δικές τους παραδοσιακές μεθόδους. Αυτά, για μας, είναι σκοτεινά και, ειλικρινά, δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι οδηγούν στη σωτηρία.
Για να γίνω αντιληπτός, και να μη θεωρηθώ φανατικός και μισαλλόδοξος, διευκρινίζω ότι στις εμπειρίες των χριστιανών αγίων –της αδιαίρετης Εκκλησίας των πρώτων δέκα αιώνων και, στη συνέχεια, της ορθόδοξης, γιατί στα διάφορα μεταγενέστερα χριστιανικά παρακλάδια αυτή η παράδοση έχει ατονήσει επικίνδυνα– περιλαμβάνονται και πλανημένες εμπειρίες: ψευδοβιώματα που προέρχονται από τη φαντασία τους, αλλά και οράματα και «θαύματα» που αποτελούν παγίδες του διαβόλου, με σκοπό, ακριβώς, να τους πείσει ότι είναι άγιοι κι έτσι να διογκωθεί ο εγωισμός τους και ν’ απομακρυνθούν από το Θεό. Γι’ αυτό οι έμπειροι ορθόδοξοι χριστιανοί πολύ δύσκολα αποδέχονται ένα βίωμα ή όραμα, μια εμπειρία ή ένα «θαυμαστό σημείο» που φαίνεται ότι τους προσφέρει ο Θεός. Στην πραγματικότητα μόνον οι άγιοι είναι σε θέση να κάνουν «διάκριση των πνευμάτων», δηλαδή να ξεχωρίζουν τα αληθινά βιώματα από τις επιτυχημένες απομιμήσεις τους. Και οι άγιοι, όπως φαίνεται από τις βιογραφίες τους (που δεν αφορούν μόνο σε αγίους παλαιών αιώνων, αλλά και σύγχρονων, όπως ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, 1866-1938) έζησαν στο πετσί τους τις απατηλές «εμπειρίες» και, όταν τις ξεπέρασαν, ήξεραν πια να τις ξεχωρίζουν. Εγώ –ο κοινός άνθρωπος– δεν έχω αυτό το αισθητήριο. Το να δω, ό μη γένοιτο, ένα σκοτεινό όραμα και να το απορρίψω, είναι εύκολο και προφανώς γίνεται σε όλες τις πνευματικές παραδόσεις. Όμως το να δω ένα όραμα που φαίνεται φωτεινό και να το απορρίψω, καταλαβαίνοντας από αδιόρατες ενδείξεις ότι είναι σκοτεινό, αυτό είναι έργο που ξεπερνά τις δυνατότητές μου. Έχοντας λοιπόν επίγνωση ότι δεν είμαι άγιος, είναι συνετό να απορρίπτω κάθε ξεχωριστή «υπερφυσική εμπειρία» που βρίσκεται στο δρόμο μου.
Σε κάθε εποχή, και στη δική μας, πάρα πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί έχουν πλανηθεί, παραφρονήσει, αυτοκτονήσει και γενικά χάσει τη σχέση τους με τον Τριαδικό Θεό, επειδή θεώρησαν ότι είναι άγιοι δίνοντας πίστη σε οράματα, βιώματα, θαύματα, εμπειρίες, συναισθήματα χαράς, πληρότητας, ευφροσύνης κ.τ.λ. Γι’ αυτό η γνήσια ορθόδοξη απάντηση σ’ αυτά είναι: ευχαριστώ, δε θα πάρουμε. Αν ένα όραμα, βίωμα, θαύμα κ.τ.λ. προέρχεται όντως από το Θεό, θα μας το δώσει μέσω ενός έμπειρου αγίου. Δε χρειάζεται να εκτεθούμε εμείς σ’ αυτό, γιατί δεν ξέρουμε να αξιολογήσουμε τις καταστάσεις.
Υπ’ όψιν ότι κάθε χριστιανός καλείται να έχει τον πνευματικό του διδάσκαλο («γέροντα» ή «γερόντισσα»), στον οποίο και εξομολογείται όσα του συμβαίνουν και ο οποίος, κι αν δεν είναι άγιος (πράγμα που θα ήταν το ιδανικό), έχει πολύ καλή γνώση των βίων και των συγγραμμάτων των αγίων και διαθέτει μεγάλη ταπείνωση, πίστη και αγάπη. Αυτό το δίπολο δασκάλου και μαθητή είναι η μία δικλείδα ασφαλείας απέναντι στην πλάνη. Αν κάποιος προσπαθεί να πλησιάσει το Θεό μόνος του, χωρίς πνευματικό διδάσκαλο, κινδυνεύει. Ομοίως, πρέπει κάποιος με σύνεση, ταπείνωση, αλλά και ωριμότητα και προσευχή να επιλέγει τον πνευματικό του (υπάρχει και προσευχή του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου γι’ αυτό το θέμα[9]), γιατί κι ο πνευματικός μπορεί να πλανηθεί –ούτε και πρέπει να θεωρούμε άγιο οποιονδήποτε φαίνεται άγιος, ακόμη κι αν κάνει θαύματα. Μόνο μετά θάνατον, αν αναγνωριστεί η αγιότητα ενός ανθρώπου, τότε την αποδεχόμαστε ανεπιφύλακτα, γιατί πιστεύουμε ότι ο Θεός δεν αφήνει την Εκκλησία να πλανηθεί σ’ αυτό το θέμα.
Η άλλη δικλείδα ασφαλείας απέναντι στην πλάνη είναι το ορθόδοξο «δόγμα», δηλαδή η διδασκαλία των αγίων για το Θεό και τη σωτηρία. Η διδασκαλία αυτή δεν είναι μια σειρά αυθαίρετων στοχασμών, που η Εκκλησία απαιτεί την άκριτη αποδοχή τους από τα πλήθη, όπως νομίζουν πολλοί που βασίζονται υπερβολικά στη δική τους σκέψη και θεωρούν αρετή το να «διαμορφώσουν μια προσωπική θεολογία» επιλέγοντας ό,τι νομίζουν πως «τους ταιριάζει» από τις διδασκαλίες των αγίων. Το ορθόδοξο δόγμα είναι καρπός πολυδοκιμασμένων εμπειριών και εμβάθυνσης στην αγιότητα, στην οποία κάθε ταπεινός και αγωνιζόμενος άνθρωπος όχι απλώς μπορεί αλλά και καλείται να φτάσει. Γι’ αυτό, αν ένας διδάσκαλος διδάσκει μια πίστη διαφορετική από την καθιερωμένη ορθόδοξη πίστη –την εμπειρία των αγίων– διατρέχει πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο να πλανάται απ’ ό,τι ένας γιατρός που δίνει διαφορετικά φάρμακα για μιαν ασθένεια απ’ αυτά που αποδέχεται η ιατρική κοινότητα.
Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο προσεχτικός είναι ο χριστιανισμός (αυτό είναι κι ένα επιχείρημα απέναντι στην ορθολογιστική άποψη ότι όλα ανεξαιρέτως τα βιώματα, ο φωτισμός, τα οράματα κ.τ.λ. των χριστιανών αγίων είναι απλά παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις, προϊόν αυθυποβολής σε συνδυασμό με την εξάντληση από τη νηστεία, τον ενδόμυχο πόθο τους «να δουν κάτι» κ.τ.λ.). Και ρωτάμε: πού είναι ο ανάλογος προβληματισμός από τους σοφούς των διαφόρων θρησκειών, και μάλιστα θρησκειών τόσο περίπλοκων, όπως ο ινδουισμός (που περιλαμβάνουν, όπως είπαμε, και σκοτεινές θεότητες), ώστε να μπορέσουμε να συζητήσουμε σε κάποια ασφαλή βάση;
Δε βλέπουμε κάτι τέτοιο. Αντίθετα, συχνά βλέπουμε την εγωιστική αυτοϊκανοποίηση ότι ο άνθρωπος «αποχτά τον έλεγχο του εαυτού του», «αναπτύσσει ανώτερη συνειδητότητα» ή «ξυπνά τις δυνάμεις του» (κουνταλίνι π.χ.), «γίνεται θεϊκός», «αποχτά γνώση», «αυτοπραγματώνεται» κ.τ.λ., δηλαδή ακριβώς αυτό που προσπαθούμε ν’ αποφύγουμε, γιατί οι δικοί μας άγιοι διδάσκουν ότι είναι απατηλό συναίσθημα, που απομακρύνει από το Θεό. Πολλώ μάλλον, όταν συνδέεται με την προσευχή ή την απόδοση λατρείας (θυμιάματος κ.τ.λ.) σε θεότητες πολυθεϊστικού πάνθεου (όπως διδάσκεται και στη Μπαγκαβάντ Γκιτά, π.χ. 3, 10-16, για τις θυσίες προς τους ντέβα, οι οποίες ωστόσο θεωρούνται ατελέστερη σχέση με το Θεό από τη λατρεία του Υπέρτατου Προσώπου, του Κρίσνα –βλ. 7, 20-24), πράγμα που (για να θυμηθώ μια φράση του Αμερικανού ορθόδοξου διδασκάλου π. Σεραφείμ Ρόουζ) οι άγιοι του παρελθόντος, άντρες και γυναίκες, σε περιόδους διωγμών, προτίμησαν να υποστούν φρικτά βασανιστήρια έως θανάτου παρά να το κάνουν.
Ενώ ήδη έχω μακρηγορήσει, ας επιχειρήσω να ολοκληρώσω με μερικά συμπεράσματα.
Κατά τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. ο χριστιανός απολογητής άγιος Ιουστίνος, ο «φιλόσοφος και μάρτυς» (110-165 μ.Χ.), αναγνωρίζει ότι «και οι Στωϊκοί φιλόσοφοι εν τω περί ηθών λόγω τα αυτά τιμώσι καρτερώς», δηλ. συμπίπτουν στις ηθικές ιδέες τους με τους χριστιανούς (Ιουστίνου, Απολογία Β΄, στο J. P. Migne, Patrologiae cursus completus,serieus graeca, συντομ. P.G., Paris 1857-1866, τ. 6, 456C). Εξάλλου, στα πλαίσια του γενικότερου ενδιαφέροντος των «φιλοσοφικότερων» απολογητών για τη συγγένεια των χριστιανικών διδασκαλιών με αρχαιότερες εθνικές απόψεις, ο Αθηναίος απολογητής του ίδιου αιώνα άγιος Αθηναγόρας, ο «χριστιανός φιλόσοφος», αποφαίνεται: «Οι δε από της Στοάς, καν ταις προσηγορίαις κατά τας παραλλάξεις της ύλης, δι ής φασι το πνεύμα χωρείν του Θεού, πληθύνωσι το Θείον τοις ονόμασι, τω γουν έργω ένα νομίζουσι τον Θεόν…», δηλ. αν και φαίνεται να μιλούν για πολλούς θεούς, στην πράξη θεωρούν ότι ένας Θεός υπάρχει (Αθηναγόρου, Πρεσβεία περί χριστιανών, P.G., ό.π., 904Α). Πρβ. τον 4ο αι., «και παρ’ Έλλησι, φαίεν αν, μία θεότης, ως οι τα τελεώτερα παρ’ εκείνοις φιλοσοφούντες…», Γρηγόριος Θεολόγος, λόγος Θεολογικός 5ος, κεφ. Ιδ΄, P.G., τόμ. 36, 149Β.
Νομίζω ότι οι χριστιανοί άγιοι διδάσκαλοι, που έφτασαν στη θέωση μέσω του Χριστού, θα έλεγαν κάτι παρόμοιο, αν διάβαζαν κάποια κομμάτια της Μπαγκαβάντ Γκιτά. Ο ινδουισμός και ο χριστιανισμός γενικότερα είναι ασύμβατοι. Στη μπάκτι εκδοχή του ινδουισμού όμως, και μάλιστα στη βαϊσνάβα (στην παράδοση της οποίας κατέχει κεντρικό ρόλο η Μπαγκαβάντ Γκιτά), διαφαίνονται κάποια σημεία προσέγγισης. Ιδίως οι ομοιότητες σε κάποιες απόψεις της Μπαγκαβάντ Γκιτά και των ησυχαστών αγίων (επισημάναμε νωρίτερα κάποια σημεία) φανερώνουν ότι, από χριστιανική άποψη, στη Μπαγκαβάντ Γκιτά υπάρχουν περιοχές αλήθειας.
«Ο Θεός δεν είναι φθονερός. Ο Θεός δεν είναι φίλαυτος ούτε φιλόδοξος. Αυτός ο Ίδιος ταπεινά και υπομονετικά αναζητεί κάθε άνθρωπο σε όλους τους δρόμους του. Γι’ αυτό μπορεί καθένας να γνωρίσει το Θεό σε αυτό ή σε εκείνο το μέτρο όχι μόνο μέσα στην Εκκλησία αλλά και έξω από αυτήν, αν και η τέλεια επίγνωση του Θεού χωρίς το Χριστό ή και έξω από τον Χριστό δεν είναι δυνατή (Ματθ. ια΄ 27). Έξω από τον Χριστό καμία πνευματική (μυστική) πείρα δεν δίνει στον άνθρωπο τη γνώση του Θείου Είναι ως της Μιας ακατάληπτης απόλυτης Αντικειμενικότητας σε Τρία ακατάληπτα απόλυτα Υποκείμενα, δηλαδή ως Τριάδα ομοούσια και αχώριστη. Εν Χριστώ όμως, αυτή η αποκάλυψη, αυτή η γνώση, γίνεται φως αιώνιας Ζωής, που ξεχύνεται σε όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης» (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ[10]).
Κάποιοι χριστιανοί άγιοι ωστόσο, που διάβασαν τη Μπαγκαβάντ Γκιτά ή τους εξηγήθηκε το περιεχόμενό της, παρατήρησαν ότι, σύμφωνα με τις δικές τους θεοπτικές εμπειρίες, η Μπαγκαβάντ Γκιτά περιέχει σφάλματα σε κάποια σημεία, τα οποία θα πρέπει να συζητηθούν. Να συζητηθούν όχι σε επίπεδο φιλοσοφίας ή «ακαδημαϊκής» θεολογίας (που θα κατέληγε απλά σε συμπέρασμα για το ποια από τις δύο διδασκαλίες είναι ψυχολογικά και κοινωνικά «χρησιμότερη»), αλλά σε επίπεδο αγίων, για τη διερεύνηση του ποια από τις δύο διδασκαλίες είναι η αληθινή.
Τα επίμαχα σημεία, για μας, φανερώνουν ότι ο Κρίσνα δεν είναι ο Θεός, πράγμα που κάνει το διάλογο με τους λάτρεις του αίτημα ζωτικής σημασίας. Ζωτικής σημασίας επίσης γίνεται το θέμα και λόγω της διείσδυσης του ινδουισμού στη δύση εδώ και λίγες δεκαετίες, στον οποίο καταφεύγουν αμέτρητοι πρώην χριστιανοί (ακόμη και ορθόδοξοι, αν και λιγότεροι), αγνοώντας την τεράστια παράδοση της αγιότητας που υπάρχει ακόμη και σήμερα στην ορθοδοξία και καμία σχέση δεν έχει με τις ηθικιστικές, συντηρητικές ή βεβιασμένα «εκσυγχρονισμένες» εκδοχές του χριστιανισμού που γνωρίζουμε από το μεσαίωνα ή τα νεώτερα χρόνια στην Ευρώπη και την Αμερική.
Η πιο θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη Μπαγκαβάντ Γκιτά και τα ευαγγέλια –διαφορά που υπερβαίνει τους εκφραστικούς κοινούς τόπους των αναφορών στο Θεό, στη σωτήρια αφοσίωση σ’ Αυτόν και στη μέθοδο αυτοσυγκέντρωσης– είναι η εξής: η Μπαγκαβάντ Γκιτά καλεί τον άνθρωπο σε πλήρη λατρευτική αφοσίωση στον Κρίσνα, ενώ τα ευαγγέλια στο Χριστό. Η διαφορά αυτή, που δε φαίνεται καν διαφορά σ’ έναν άθεο μελετητή του «θρησκευτικού φαινομένου» επηρεασμένου από τα κριτήρια της δυτικής ορθολογιστικής σκέψης (και οι δύο θρησκείες καλούν σε αφοσίωση προς έναν Θεό, άρα «λένε το ίδιο πράγμα»), είναι ειδοποιός διαφορά κατά τους χριστιανούς. Ο ορθόδοξος άγιος, που βιώνει την αγάπη του Χριστού κατά την προσευχή του, αλλά σε πρώιμα στάδια της πνευματικής του πορείας έχει βιώσει και την παρουσία σκοτεινών πνευμάτων που εμφανίζονταν ως φωτεινά (κι έτσι έχει μάθει να ξεχωρίζει τα βιώματα), τι θα βίωνε, αν παρουσιαζόταν ο Κρίσνα;
Πέρα από το καθαρά δογματικό επίπεδο, δηλ. την άποψη για το Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο, τίθεται το ερώτημα: αν υπάρχει ο Κρίσνα, ποιος είναι; Η διερεύνηση του σπουδαίου αυτού, για μας, ερωτήματος προϋποθέτει τη λεπτή επιστήμη της «διάκρισης των πνευμάτων», που έχει αναπτυχθεί στο έπακρο από τους ορθόδοξους διδασκάλους και μπορεί, ναι, να εξασκηθεί σε συνεργασία με τους ινδουιστές. Τι θα γινόταν, ας πούμε, αν ένας έμπειρος ορθόδοξος ασκητής –όχι ένας τυχαίος «πιστός»– έλεγε τη νοερά προσευχή κατά τη διάρκεια μιας μπάκτι λατρευτικής σύναξης; (Σημειωτέον ότι ένα τέτοιο πείραμα καταγράφεται στα πρώτα κεφάλαια της μελέτης του π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος, και τα αποτελέσματα δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά για τον ινδουισμό).
Μέχρι τότε, όπως θα έλεγαν οι ορθόδοξοι άγιοι, η διαφορά στην πίστη δε χρειάζεται να μας κάνει να αγνοούμε την εντολή της αγάπης: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. δευτέρα δε ομοία αυτή× αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Ματθ. 22, 35-40× πρβ. και Ρωμ. 13, 8-10).
Για μια συγκριτική μελέτη και αποτίμηση, από χριστιανικής πλευράς, του ινδουισμού και του χριστιανισμού, θα πρότεινα τα βιβλία:
π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος, Μορφή εκδοθήτω, … (Orthodoxy and the religion of the future, έκδ. St. Herman of Alaska Brotherhood, Platina, California, USA).
Διονυσίου Φαρασιώτη, Οι γκουρού, ο νέος και ο γέροντας Παΐσιος, Παναγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2002.
Σημειώσεις
Δώστε την υποστήριξη σας στην έρευνα κάνοντας LIKE.
Μερικά από τα στοιχεία αυτά είναι τα παρακάτω.
Ο Κρίσνα είναι ο Θεός και εκείνος σώζει τον άνθρωπο. Είναι ο μόνος σωτήρας και ενυπάρχει σε όλα τα όντα. Όπως και ο χριστιανικός Θεός, «ενεργεί διά μέσου των πολλαπλών και καταπληκτικών του δυνάμεων». «Τα ζωντανά όντα, απειροελάχιστες μονάδες του Τέλειου Όντος, είναι και αυτά τέλεια και έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν το Απόλυτο, το τέλειο Παν» (Σουάμι Πραμπουπάντα, Μπαγκαβάντ Γκιτά, εισαγωγή, σελ. 19). Ωστόσο, η δημιουργία είναι προσωρινή, καταστρέφεται και ξαναγίνεται κατά την υπέρτατη και αγαθή βούλησή του. Οι ιδέες για την τελειότητα των όντων και την ανακύκληση των κόσμων είναι αντίθετες με το χριστιανισμό.
Ο Κρίσνα είναι επίσης το Υπέρτατο Πρόσωπο και η Απόλυτη Αλήθεια. «Το να πιστεύει κανείς ότι η Απόλυτη Αλήθεια είναι απρόσωπη σημαίνει ότι έχει περιορισμένη γνώση γι’ αυτήν, γιατί ο Θεός είναι χωρίς αμφιβολία ένα πρόσωπο» (ό.π., σελ. 19). Η τελευταία φράση λέγεται και από τους χριστιανούς. Ομοίως, ο Ιησούς αποκάλυψε για τον εαυτό Του ότι είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάνν. 14, 6), πράγμα που είναι και η διαχρονική απάντηση στην ερώτηση του Πιλάτου «τί εστίν αλήθεια;» (Ιω. 18, 38)[2].
Ακόμη και το απρόσωπο Μπραμάν [πιο γνωστό στη δυτική βιβλιογραφία ως Μπράχμαν] υπόκειται στο Παν. Η αντίθετη άποψη, ότι «ο Θεός προέρχεται από το απρόσωπο Μπραμάν», στηλιτεύεται ως συνειδητή διαστροφή της αλήθειας, με το επιχείρημα ότι «η Μπαγκαβάντ Γκιτά λέει ακριβώς το αντίθετο» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 206), πράγμα που για τους πιστούς του Κρίσνα είναι αρκετό για να κατοχυρώσει την πίστη τους πέρα από κάθε αμφιβολία.
«Η Μπράμα-σούτρα παρομοιάζει το Μπραμάν με τις ακτίνες του ήλιου, δεδομένου ότι αποτελείται από το φως που ακτινοβολείται από το Υπέρτατο Πρόσωπο» (ό.π., σελ. 18). Η «συνειδητοποίηση» του Κρίσνα είναι ανώτερη από τη γνώση του Μπραμάν (σωτηριολογικό αίτημα άλλης εκδοχής του ινδουισμού) και περιλαμβάνει τη συνειδητοποίηση και του Μπραμάν και του Παραμάτμα, δηλ. της πλήρους εκδήλωσης του Κρίσνα που ζει μέσα στην καρδιά κάθε ζωντανού όντος (ό.π. σελ. 18 και 452). Τα παραπάνω έχουν εντυπωσιακή ομοιότητα με τη χριστιανική τριαδολογία, αλλά δεν ταυτίζονται μ’ αυτήν. Για μας ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, αν και χαρακτηρίζονται φως του Πατρός (Υιός) και παρομοιάζονται με τις ακτίνες του ήλιου (Άγιο Πνεύμα), είναι σαφώς δύο ξεχωριστά Πρόσωπα, που είναι εξίσου Υπέρτατα Πρόσωπα όσο και ο Πατήρ. Κάθε Ένα είναι πλήρης Θεός, αλλά συγχρόνως ο Θεός είναι και οι Τρεις μαζί και δε νοείται ο Ένας χωρίς τους Άλλους Δύο –ενώ στη Μπαγκαβάντ Γκιτά το Μπραμάν δεν είναι πρόσωπο και το Παραμάτμα είναι ο ίδιος ο Κρίσνα.
Η λατρεία (μπάκτι) του Κρίσνα είναι μια εκδοχή του ινδουισμού που τείνει στο μονοθεϊσμό, θεωρώντας τον Κρίσνα όχι ως μοναδικό αλλά ως υπέρτατο Θεό και δημιουργό των υπολοίπων (των ντέβα). Ανάλογες μπάκτι υπάρχουν και για άλλους θεούς, με κυριότερο το Σίβα.
Η σωτηρία επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος τον λατρεύει με αγαπητική αφοσίωση, που, όπως και στο χριστιανισμό, στο τελειότερο στάδιό της χαρακτηρίζεται ερωτική. Για την ακρίβεια, αν ο άνθρωπος την ώρα του θανάτου του έχει το νου του στραμμένο στον Κρίσνα, η ψυχή του μεταφέρεται σε κάποιον από τους χώρους του ευλογημένου βασιλείου του και εκεί ζει σε κατάσταση μακαριότητας, απαλλαγμένος από τις φθοροποιές καταστάσεις του δικού μας κόσμου (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 8,10× πρβ. τη μετάνοια του ληστή στο σταυρό, που ήταν αρκετή για τη σωτηρία του).
Η αφοσίωση αυτή είναι ακόμη ατελής, όταν ο λάτρης σκέφτεται το πνευματικό κέρδος που θα έχει απ’ αυτήν, και γίνεται τέλεια μόνον όταν «δεν περιέχει κανένα αίσθημα φιλοδοξίας ή προσωπικής απόλαυσης» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 207). «Το Μπακτι-ρασάμριτα-σινντου την περιγράφει ως εξής: “Πρέπει να υπηρετεί κανείς με καλή διάθεση τον Υπέρτατο Κύριο, τον Σρι Κρίσνα, με αγάπη και αφοσίωση καθαρά πνευματικές, χωρίς τις επιθυμίες που γεννά το προσωπικό συμφέρον ή η φιλοσοφική σκέψη και χωρίς να αναζητά καμία υλική ανταμοιβή. Αυτό είναι το αληθινό μπάκτι, η τέλεια αφοσιωμένη υπηρεσία”» (ό.π.). Η Μπαγκαβάντ Γκιτά, 7, 16, κάνει λόγο για τέσσερις τύπους ευσεβών, το δυστυχισμένο, τον περίεργο, εκείνον που αναζητά πλούτη κι εκείνον που θέλει να γνωρίσει το Απόλυτο –και οι τέσσερις «υπηρετούν με αφοσίωση» τον Κρίσνα, αλλά είναι ιδιοτελείς και συνεπώς ατελείς.
Η αντίστοιχη ιδέα είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική στο χριστιανισμό. Οι χριστιανοί άγιοι μιλούν για τρεις ομάδες-βαθμίδες χριστιανών, που και οι τρεις πλησιάζουν προς το Θεό. Εκείνους που μοιάζουν με δούλο, που κάνει το θέλημα του αφέντη του γιατί φοβάται την τιμωρία× εκείνους που μοιάζουν με μισθωτό (υπάλληλο), που κάνει το θέλημα του εργοδότη του γιατί αποβλέπει στην αμοιβή× και εκείνους που μοιάζουν με το γιο, που κάνει το θέλημα του πατέρα του απλώς γιατί τον αγαπάει. Και οι τρεις μπορούν να σωθούν, αλλά η τρίτη απ’ αυτές τις τάξεις είναι οι αληθινά ώριμοι χριστιανοί.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την αφοσίωση στο Θεό, κατά τη Μπαγκαβάντ Γκιτά, είναι η απεξάρτηση του ανθρώπου από την ύλη. Η στροφή προς την ύλη αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο. Υπάρχει ο κίνδυνος να πλανηθεί ο άνθρωπος από τη δόξα, τον πλούτο ή τις απολαύσεις της παρούσας ζωής –να ενδώσει, δηλαδή, στις τρεις γκούνα, Αγαθότητα, Πάθος και Άγνοια– και να τα θεωρήσει αληθινά, αντί για σκιά των μελλόντων αγαθών. Τότε δεν αποζητά τη σωτηρία του και δε σκέφτεται τον Κρίσνα την ώρα του θανάτου του, επομένως χάνει τη σωτηρία (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 5, 20-22× βλ. και τα σχόλια του Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 159-160, ιδίως για την υπέρβαση της σεξουαλικής ηδονής).
Ο Κρίσνα βέβαια, όπως και ο Θεός των χριστιανών, αν και παντοδύναμος, «αφήνει όλα τα ζωντανά όντα εντελώς ελεύθερα να ενεργήσουν όπως επιθυμούν, αλλά μέσα στηΜπαγκαβάντ Γκιτά τους δίνει την τελική εντολή Του: να αφήσουν δηλαδή τα πάντα για να εγκαταλειφθούν ολοκληρωτικά σ’ Αυτόν και έτσι να αποκτήσουν την ευτυχία» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 210).
«Στοχαζόμενος τα αντικείμενα των αισθήσεων, ο νους προσκολλάται σ’ αυτά. Απ’ αυτό γεννιέται ο πόθος για ηδονή και από τον πόθο για ηδονή ο θυμός» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 2, 62). Πάρα πολλοί άνθρωποι πέφτουν σ’ αυτή την πλάνη. «Οι πράξεις μας δεν εκτελούνται κατ’ ευθείαν από το σώμα, αλλά κατευθύνονται από το νου και την εξυπνάδα. Αν ο νους και η εξυπνάδα μας απορροφούνται από τη σκέψη προς τον Κύριο, τότε φυσικά και οι αισθήσεις μας θα αφιερωθούν στην υπηρεσία Του» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 29).
Βλ., για την αναλογία με τη χριστιανική παράδοση, στο Ιερόθεου Βλάχου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία[3], σελ. 118-146. «Οι άγιοι Πατέρες τονίζουν την πραγματικότητα ότι ο νους μετασχηματίζεται προς το νόημα των πραγμάτων που δέχεται. […] Όταν ενωθεί με τον Θεό, τότε γίνεται άμορφος και ασχημάτιστος» (σελ. 120). Το πιο εντυπωσιακό, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι οι άγιοι που ανέπτυξαν την ανάλογη χριστιανική διδασκαλία –π.χ. οι άγιοι Μάξιμος ο Ομολογητής, Θαλάσσιος, Ησύχιος ο Πρεσβύτερος, Νείλος, Γρηγόριος ο Σιναΐτης και οι άλλοι Πατέρες που ανθολογούνται στη Φιλοκαλία, καθώς και ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς κ.ά.– έζησαν μερικούς αιώνες μετά την ίδρυση του χριστιανισμού και είναι εντελώς απίθανο να έχουν επηρεαστεί από ανατολικές παραδόσεις, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι τις γνώριζαν.
Σημαντικά συντελούν στη στροφή του νου προς τον Κρίσνα αφενός η μελέτη των ιερών γραφών και αφετέρου η διαρκής επανάληψη των ονομάτων του, γιατί, «σε απόλυτο επίπεδο», ο Κρίσνα και τα ονόματά του ταυτίζονται. «Εκείνος που θυμάται πάντα εμένα, τον Υπέρτατο Κύριο, και συγκεντρώνει τη σκέψη του πάνω μου χωρίς να παρεκκλίνει ποτέ, αυτός, ω Πάρτα, χωρίς αμφιβολία θα έρθει μαζί Μου» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 8,8× βλ. Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 30× πρβ. αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου: «μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον»: πιο αναγκαίο είναι να θυμάσαι το Θεό παρά να αναπνέεις). Αντίθετα, κατά το Σουάμι Πραμπουπάντα, η ανάγνωση εφημερίδων, βιβλίων και περιοδικών σκοτίζει το νου και τον εμποδίζει από τη σωτήρια στροφή του στον Κρίσνα (πρβ. το λόγο του αγ. Σιλουανού του Αθωνίτη: «Αυτά που γράφουν οι εφημερίδες συγχύζουν το νου και δυσκολεύουν την καθαρά προσευχή. Η ψυχή, όταν προσεύχεται για τον κόσμο χωρίς εφημερίδες, γνωρίζει καλύτερα πώς θλίβεται όλη η γη, γνωρίζει επίσης ποιες ανάγκες έχουν οι άνθρωποι και λυπάται γι’ αυτούς»[4]). «Ο νους πετάει ασταμάτητα από το ένα θέμα στο άλλο και για να τον ελέγξει κανείς πρέπει να μάθει να τον συγκεντρώνει πάνω στη μορφή, στο όνομα του Υπέρτατου Κυρίου. Ο νους είναι ασταθής και ανήσυχος, αλλά μπορεί να βρει ανάπαυση πάνω στον ήχο του ονόματος του Κρίσνα» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 30× βλ. Μπαγκαβάντ Γκιτά, 2, 55-72). «Όποιος δεν ελκύεται πια από τις υλικές απολαύσεις και δεν είναι πια δούλος των επιθυμιών του, όποιος έχει απομακρύνει κάθε αίσθημα ιδιοκτησίας και έχει απελευθερωθεί από το λανθασμένο-εγώ, αυτός μόνο μπορεί να γνωρίσει την τέλεια ευτυχία» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 2, 71).
Τα παραπάνω εμφανίζουν πολλές ομοιότητες με τα ορθόδοξα ασκητικά κείμενα και μάλιστα της «ησυχαστικής» γραμματείας. Κατά τη γνώμη μου, ολόκληρη σχεδόν η εισαγωγή του Σουάμι Πραμπουπάντα στη Μπαγκαβάντ Γκιτά και μεγάλο μέρος των ερμηνευτικών του σχολίων, σε ό,τι αφορά στη σωτηρία του ανθρώπου και τη σχέση του με το Θεό, θα μπορούσε να έχει γραφτεί από ορθόδοξο χριστιανό, με απλή αντικατάσταση του ονόματος του Κρίσνα με το όνομα του Χριστού. Εντυπωσιακή θεωρώ εξάλλου τη σημασία που δίδεται στην επανάληψη του ονόματος του Θεού. Ο Ιησούς δίδαξε ότι το όνομά Του έχει θαυματουργική δύναμη («ό,τι αν αιτήσητε εν τω ονόματί μου, τούτο ποιήσω», «ό,τι αν αιτήσητε τον πατέρα εν τω ονόματί μου, δω υμίν», Ιω. 14, 13× 15, 16), οι άγιοι θαυματουργούν χρησιμοποιώντας το όνομά Του, ενώ οι ορθόδοξοι ησυχαστές μοναχοί το επαναλαμβάνουν συνεχώς με τη «μονολόγιστη» ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και η πρακτική της μονολόγιστης ευχής άρχισε μερικούς αιώνες μετά την ίδρυση του χριστιανισμού και είναι εντελώς απίθανο οι ιδρυτές της να επηρεάστηκαν από ανατολικές παραδόσεις, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι τις γνώριζαν.
Στη Μπαγκαβάντ Γκιτά, 6, 9-32, δίνονται οδηγίες για την ασκητική πρακτική του ινδουιστή ασκητή (γιόγκι), που θα οδηγήσει στον έλεγχο του νου του και στην ολοκληρωτική στροφή του προς το Θεό. Οι οδηγίες αυτές εμφανίζουν εκπληκτικές ομοιότητες με τη μέθοδο των ησυχαστών για τον έλεγχο του νου και τη συγκέντρωσή τους στην προσευχή. Η πιο εντυπωσιακή ομοιότητα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι «το γιόγκα εξασκείται» «κλείνοντας τις πόρτες των αισθήσεων, διατηρώντας το νου προσηλωμένο στην καρδιά και συγκεντρώνοντας τη ζωτική πνοή στην κορυφή του κεφαλιού» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 8, 13). Εκτός από τη συγκέντρωση της «ζωτικής πνοής» στην κορυφή του κεφαλιού, που είναι όχι μόνον αντίθετη σε κάθε χριστιανική πρακτική, αλλά θεωρείται και επικίνδυνη, γιατί μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε όραση του φωτός του νου του, στο οποίο ο άνθρωπος μπορεί να σταματήσει παύοντας να αναζητά το έξωθεν θείο Φως, τα υπόλοιπα θυμίζουν εξαιρετικά τα ορθόδοξα ασκητικά κείμενα –ο ορθόδοξος ησυχαστής προσεύχεται φέρνοντας το νου στην καρδιά και επιδιώκοντας την ένωση μεταξύ των δύο, ώστε να κατευθυνθεί προς το Θεό ενωμένος και όχι διασπασμένος.
Λέγεται μάλιστα ότι «ο τέλειος γιόγκι» «με την προσωπική εμπειρία του αντιλαμβάνεται την ισότητα όλων των όντων, τόσον όταν αυτά είναι ευτυχισμένα όσο και όταν είναι δυστυχισμένα» (στ. 32). Σχόλιο του Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 180: «Ο άνθρωπος που έχει συνειδητοποιήσει τον Κρίσνα είναι ο τέλειος γιόγκι. Από προσωπική πείρα μπορεί να κατανοήσει τις χαρές και τις λύπες του καθενός. Ξέρει ότι η δυστυχία προέρχεται από τη λήθη της σχέσης που ενώνει το ζωντανό ον με τον Κρίσνα, ενώ η ευτυχία πηγάζει από τη γνώση για τον Κύριο». Ομοίως και ο χριστιανός άγιος αισθάνεται τη χαρά και τον πόνο όλων των πλασμάτων: «Ο άνθρωπος που δεν τον έχει διασπάσει η αμαρτία αισθάνεται την οργανική ενότητα όλων των δημιουργημάτων× αισθάνεται τη χαρά και τη λύπη των δημιουργημάτων ως δική του, γιατί κατά κάποιο μυστικό τρόπο είναι ο φορέας του κλήρου όλων των δημιουργημάτων». «Οι άγιοι είναι αναγεννημένες και ολοκληρωμένες ψυχές, που βαθμιαία θεραπεύουν από την αμαρτία και την κτίση γύρω τους και την επαναφέρουν στην πρωταρχική της πανενότητα. Ως κατά χάριν υιοί Θεού, σώζουν την κτίση από το θρυμματισμό, από τη φθορά και τη διάσπαση της ενότητας» (π. Ιουστίνος Πόποβιτς[5]).
Θεμελιώδης ηθική παραίνεση (σανάτανα ντάρμα) στη Μπαγκαβάντ Γκιτά είναι το να υπηρετεί ο άνθρωπος κάποιον άλλο. «Το κάθε ον, από τη φύση του, τίθεται συνεχώς στην υπηρεσία ενός άλλου όντος κι είναι έτσι που απολαμβάνει τη ζωή. Το ζώο υπηρετεί τον άνθρωπο, όπως ένας υπηρέτης υπηρετεί τον κύριό του. […] Ο φίλος υπηρετεί το φίλο, η μητέρα το παιδί, η γυναίκα τον άντρα και ο άντρας τη γυναίκα… […] Υπάρχει σε όλους μια φυσική και αιώνια τάση να υπηρετούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κανείς δεν εξαιρείται. Μπορούμε χωρίς άλλο λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το υπηρετείν συνοδεύει πάντα τα ζωντανά όντα, αποτελεί το σανάτανα ντάρμα, την “αιώνια θρησκεία” τους. […] Είναι η υπηρεσία αυτή που μας ενώνει με τον Κύριο» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., εισαγωγή, σελ. 22-23). Πρβ. και Ματθ. 20, 25-28: «Οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ’ ός εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος…», διότι «ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι». «Υποτασσόμενοι αλλήλοις» ζητά και ο Παύλος να ζουν οι χριστιανοί (Εφεσ. 5, 21).
Αν και η διδασκαλία του Κρίσνα είχε παραδοθεί αρχικά στους ανθρώπους από μια σειρά φωτισμένων και απλανών διδασκάλων, οι άνθρωποι την ξέχασαν (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 4, 1-2). Λεπτομέρεια: «Ο Αρτζούνα τότε είπε: Ο Βιβασβάν, ο ντέβα του ήλιου, εμφανίστηκε πολύ πριν από Σένα. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να Του έχεις διδάξει Εσύ στην αρχή αυτήν την επιστήμη; Ο Μακάριος Κύριος απάντησε: Παρ’ όλο που και οι δυο ζήσαμε αμέτρητες φορές, ω Αρτζούνα, νικητή των εχθρών, Εγώ τις θυμάμαι όλες, ενώ εσύ τις έχεις ξεχάσει». Πρβ: Ιω., 8, 56-58: «Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν, και είδα και εχάρη. είπον ουν οι Ιουδαίοι προς αυτόν× πεντήκοντα έτη ούπω έχεις και Αβραάμ εώρακας; είπεν αυτοίς ο Ιησούς× αμήν αμήν λέγω υμίν, πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί».
Γι’ αυτό ο Κρίσνα έδωσε στους ανθρώπους τις βεδικές γραφές (ιερές βίβλους του ινδουισμού) και παρέδωσε προσωπικά τη διδασκαλία του στον Αρτζούνα, με την προτροπή να τη μεταδώσει σε όλο τον κόσμο (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 4, 3). Η μετάδοση αυτή γίνεται από γενιά σε γενιά μέσω μιας αλυσίδας φωτισμένων διδασκάλων, «ψυχών ελευθερωμένων από την ύλη» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 27), που την παραδίδουν αναλλοίωτη και φτάνούν μέχρι την εποχή μας. Η εγκυρότητα της διδασκαλίας έγκειται στην παράδοσή του από τα αψευδή χείλη του Κρίσνα και στη συνέχεια από τα απλανή χείλη των διδασκάλων του, που είναι και οι πνευματικοί διδάσκαλοι της ανθρωπότητας.
Ο Κρίσνα συμβουλεύει: «Προσπάθησε να γνωρίσεις την αλήθεια πλησιάζοντας έναν πνευματικό διδάσκαλο, κάνε του ταπεινά ερωτήσεις και υπηρέτησέ τον. Ο άνθρωπος που έχει συνειδητοποιήσει τέλεια τον πραγματικό πνευματικό εαυτό του μπορεί να σου μεταδώσει τη γνώση, γιατί έχει δει την αλήθεια» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 4, 34). Οι άνθρωποι που πλησιάζουν τον Κρίσνα για να τον υπηρετήσουν, αλλά είναι ακόμη ατελείς, «εξαγνίζονται ολότελα ερχόμενοι σε επαφή με έναν αγνό λάτρη, γίνονται κι αυτοί με τη σειρά τους αγνοί λάτρες. Για τους άθεους είναι πολύ δύσκολο να υπηρετήσουν τον Κύριο, γιατί είναι εγωιστές, ακατάστατοι στις συνήθειές τους και χωρίς έναν πνευματικό σκοπό. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και οι άθεοι, αν πλησιάσουν έναν γνήσιο μπάκτα, μπορούν να γίνουν αγνοί λάτρες του Κυρίου» (Σουάμι Πραμπουπάντα, ό.π., σελ. 207).
Και στην ορθόδοξη παράδοση, ιδίως την ασκητική, ο θεσμός του «γέροντα» (πνευματικού διδασκάλου –έτσι ονομάζεται άσχετα από την ηλικία του, αλλά εύλογα συνήθως είναι και ηλικιωμένος), στον οποίο ο μαθητής, αν είναι μοναχός, μαθητεύει υπηρετώντας τον με ταπείνωση, είναι από τους πιο σημαντικούς. Όχι μόνο για τη μετάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά κυρίως για την καλλιέργεια της ταπείνωσης, που είναι η πιο απαραίτητη αρετή για το άνοιγμα του ανθρώπου προς τον άλλο, συνάνθρωπο και Θεό –και κατ’ επέκτασιν όλα τα όντα. Αν ο μαθητής είναι λαϊκός, δε ζει μαζί με το γέροντά του ως υποτακτικός του, αλλά και πάλι τον συμβουλεύεται και τον υπακούει ως διδάσκαλο. Σκοπός του γέροντα είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο στο Θεό, όχι απλώς να του εξασφαλίσει ψυχική ισορροπία και γαλήνη.
Στο βασίλειο του Κρίσνα (Κρισναλόκα ή Γκολόκα Βρινντάβανα) δεν υπάρχει ήλιος και φεγγάρι ή άλλη γνωστή σε μας πηγή φωτισμού, γιατί φωτίζεται από το μπραματζότι, «το λαμπρό φως που εκπέμπεται από το σώμα του Κυρίου» (ό.π., σελ. 24). Όλο το σύμπαν αυτού του βασιλείου αιωρείται μέσα σ’ αυτό το φως. Πρβ. Αποκάλυψις, 21, 23: «και η πόλις ου χρείαν έχει του ηλίου ουδέ της σελήνης ίνα φαίνωσιν αυτή× η γαρ δόξα του Θεού εφώτισεν αυτής, και ο λύχνος αυτής το αρνίον» [ο Χριστός][6].
Ο Κρίσνα δεν εγκαταλείπει ποτέ τη Γκολόκα Βρινντάβανα, όμως κατά καιρούς έρχεται σ’ αυτό τον κόσμο «για να μας δείξει την πραγματική Του μορφή». «Κατά κανονικά διαστήματα, έρχομαι σ’ αυτόν τον κόσμο με την αρχική μεταφυσική μορφή Μου. Κάθε φορά που η θρησκευτικότητα παρακμάζει και ο αθεϊσμός υπερισχύει, σ’ ένα οποιοδήποτε μέρος του Σύμπαντος, Εγώ πηγαίνω εκεί αυτοπροσώπως, ω απόγονε του Μπάρατα» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 4, 6-7). Σχόλιο του Σουάμι Πραμπουπάντα: «Δυστυχώς, όταν εμφανίζεται ανάμεσά μας με ανθρώπινη μορφή και διασκεδάζει μαζί μας, οι ανόητοι Τον κοροϊδεύουν και νομίζουν ότι είναι ένας κοινός άνθρωπος, ενώ στην πραγματικότητα μας φανερώνει την αληθινή Του μορφή χάρη στην παντοδυναμία Του και μας δείχνει τις διασκεδάσεις Του, πιστά αντίγραφα εκείνων που γίνονται στο βασίλειό Του» (ό.π., σελ. 24). Πρβ. Ματθ. 11, 19: «ήλθε γαρ Ιωάννης μήτε εσθίων μήτε πίνων, και λέγουσι× δαιμόνιον έχει. ήλθεν ο Υιός του ανθρώπου εσθίων και πίνων, και λέγουσιν× ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, τελωνών φίλος και αμαρτωλών».
Και τον Ιησού οι άνθρωποι δεν Τον αναγνώρισαν. Όχι μόνο Τον κορόιδεψαν, αλλά και Τον θανάτωσαν μαρτυρικά. Κι Εκείνος έδειξε την πραγματική Του μορφή (ακριβέστερα, μια «ελαφριά σκιά» Της), όταν μεταμορφώθηκε στο όρος Θαβώρ ενώπιον τριών από τους μαθητές Του (Ματθ., 17, 1-13, Μάρκ., 9, 2-13, Λουκ., 9, 28-36, Β΄ Πέτρου, 1, 16-21). Αντίστοιχη μεταμόρφωση περιγράφεται και στη Μπαγκαβάντ Γκιτά, 11, 9-27, όπου ο Κρίσνα μεταμορφώνεται, μπροστά στον Αρτζούνα, σ’ ένα ον χαοτικών διαστάσεων, με άπειρα μάτια, στόματα, χέρια κ.τ.λ., στο οποίο ενυπάρχουν οι μορφές όλων των άλλων θεών «και πολλά άλλα όντα». Με δυο λόγια, έγινε «τα πάντα εν πάσι», «ανακεφαλαίωσις των πάντων», για να μεταχειριστώ δυο εκφράσεις του αποστόλου Παύλου για το Χριστό. Ο Ιησούς βέβαια δεν έχασε την ανθρώπινη μορφή Του κατά τη μεταμόρφωση, όμως κι εκεί υπήρξε «ανακεφαλαίωση των πάντων», αφού εκπροσωπήθηκαν οι ζωντανοί και οι νεκροί (με την παρουσία των προφητών Ηλία και Μωυσή αντίστοιχα) και τα άλλα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, το Άγιο Πνεύμα ως φωτεινή νεφέλη και ο Πατήρ (ομίλησε).
Στην περίπτωση του Κρίσνα ωστόσο, η σωτηρία δεν γίνεται μέσω του πάθους του, ενώ στην περίπτωση του Χριστού όλα κατατείνουν στο πάθος, ακόμη και η μεταμόρφωση –έγινε για να τη θυμούνται οι μαθητές Του και να μην απελπίζονται όταν θα Τον βλέπουν να πάσχει[7].
Επίσης, αν και ίσως δεν είναι τόσο σημαντικό (γιατί μπορεί να του δοθεί συμβολική ερμηνεία), πρέπει να αναφέρουμε πως η ιδέα ότι οι επίγειες ανθρώπινες διασκεδάσεις του Κρίσνα είναι «πιστά αντίγραφα εκείνων που γίνονται στο βασίλειό Του» ηχεί αρκετά παράξενη στ’ αφτιά του χριστιανού. Μας θυμίζει περισσότερο αρχέγονες οργιαστικές λατρείες της φύσης (που τις απορρίπτουμε, γιατί αποδίδουν λατρεία στην κτίση κι όχι στον Κτίστη) και απέχει πολύ από τη φαινομενικά αντίστοιχη χριστιανική ιδέα ότι η λειτουργία που τελείται στους ναούς μας είναι η αντανάκλαση της αιώνιας λειτουργίας που τελείται στους ουρανούς.
Αν και ο Ιησούς, στις παραβολές Του, παρομοίασε τη βασιλεία των ουρανών με γάμο και έδωσε έμφαση στην εικόνα του γαμήλιου τραπεζιού, στη βασιλεία των ουρανών, όπως την εννοεί ο χριστιανισμός, η χαρά δεν προέρχεται από διασκεδάσεις γήινου τύπου, ούτε συμβολίζεται με τέτοιες. Προέρχεται από την ίδια τη θέα του Θεού και τη σχέση αγάπης μ’ Εκείνον και με τα άλλα πλάσματα της δημιουργίας. Πρόκειται για την «ανέκφραστον ευφροσύνην των καθορώντων του Σού προσώπου το κάλλος το άρρητον», όπως αναφέρει μια προσευχή προς το Χριστό στην ορθόδοξη Ακολουθία της θείας Μεταλήψεως.
Απόκλιση
Υπάρχουν όμως και σημεία της Μπαγκαβάντ Γκιτά, που φανερώνουν εντονότερα την απόσταση των δύο διδασκαλιών, ακόμη και σε ηθικό επίπεδο. Ήδη στην αρχή του έργου, λίγο πριν τη μάχη στον «άγιο τόπο του Κουρουξέτρα», ο Αρτζούνα βλέπει τους συγγενείς του μεταξύ των εχθρών και, πετώντας το τόξο του, λέει: «Δε θα αποφάσιζα να πολεμήσω εναντίον τους, ακόμα κι αν είχα σε αντάλλαγμα τους τρεις κόσμους. Τώρα ακόμα περισσότερο, που πρόκειται μόνο για τη Γη. Παρόλο που είναι διώκτες μας, αν σκοτώσουμε τους φίλους μας και τους γιους του Ντριταράστρα, θα πέσουμε σε αμαρτία. Ένα παρόμοιο κακούργημα θα ήταν μια πράξη όχι αντάξια του εαυτού μας. Και τι θα κερδίζαμε; […] Εκείνοι που καταστρέφουν τις οικογενειακές παραδόσεις ζουν για πάντα στην κόλαση. […] Είναι καλύτερα να με σκοτώσουν άοπλο οι γιοι του Ντριταράστρα, χωρίς να αντισταθώ, παρά να πολεμήσω εναντίον τους» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 1, 26-46).
Παρόλο που εδώ το αμάρτημα φαίνεται να είναι «η καταστροφή μιας δυναστείας» και «των οικογενειακών παραδόσεων», όχι το ίδιο το γεγονός του φόνου ενός ανθρώπου, ωστόσο αυτές οι φράσεις θα μπορούσαν να έχουν ειπωθεί κι από χριστιανό. Ο Κρίσνα βέβαια στη συνέχεια δίνει μια απάντηση καθαρά ινδουιστική. Απορρίπτει τους ενδοιασμούς του μαθητή του αναπτύσσοντας διά μακρόν το δόγμα της μετενσάρκωσης (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 2, 1 και εξής): Αφού τα όντα ταυτίζονται με τις ψυχές, που ούτε γεννιούνται ούτε πεθαίνουν, κανένας φόνος δε διαπράττεται. Ο Αρτζούνα πρέπει «να πολεμήσει για τις θρησκευτικές αρχές χωρίς δισταγμό», γιατί ανήκει στην κάστα των πολεμιστών. Αν αρνηθεί, θα αμαρτήσει, γιατί δε θα έχει επιτελέσει το καθήκον του. «Ο σοφός άνθρωπος δε λυπάται ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους νεκρούς».
Η θέση αυτή –σχετικοποιώντας το καλό και το κακό και συνδέοντας την αμαρτία με τη μη επιτέλεση του καθήκοντος κι όχι με την έλλειψη αγάπης– απομακρύνει χιλιόμετρα την ηθική του Κρίσνα από αυτήν του Χριστού και σχεδόν αρκεί για να διαλύσει την όποια εντύπωση για ουσιαστική συγγένεια. Ο χριστιανός, θεωρώντας τον άνθρωπο αληθινό ον και όχι μόνο προσωπείο μιας αιώνιας, αγέννητης και αθάνατης ψυχής, και πιστεύοντας ότι ένας και μόνο θάνατος μακριά απ’ το Θεό αρκεί για την απώλεια της σωτηρίας –αφού δεν αποδέχεται τη μετενσάρκωση– θα προσυπέγραφε ανεπιφύλακτα τους ενδοιασμούς του Αρτζούνα. Ο χριστιανός λυπάται μέχρι καρδιακού πόνου και τους ζωντανούς και τους νεκρούς και, όσο πιο προοδευμένος είναι στη σχέση του με το Θεό, τόσο εντονότερα και μετά δακρύων προσεύχεται για όλους τους.
Η ιδέα του ιερού πολέμου, που γίνεται μάλιστα με εντολή του Θεού, εντοπίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, που όμως θεωρείται νηπιακό στάδιο στη σχέση του ανθρώπου με το Θεό. Υπάρχουν ορθόδοξοι άγιοι βασιλείς και πρίγκηπες που υπερασπίστηκαν ή απελευθέρωσαν το λαό τους με πόλεμο. Όμως α) κανείς απ’ αυτούς δεν πολέμησε για να ανακτήσει το θρόνο του, όπως κάνει ο Αρτζούνα, και β) πάρα πολλοί απ’ αυτούς πέθαναν μαρτυρικά, ξεπλένοντας με το «βάπτισμα του αίματος» το αίμα των εχθρών που, εξ ανάγκης και μόνον, έχυσαν στη μάχη. Ο πόλεμος δεν είναι αποδεκτός από τους χριστιανούς ούτε και υπάρχει «κάστα πολεμιστών». Ώριμη αντιμετώπιση του κακού είναι το μαρτύριο, όχι η βίαιη αντίσταση, η οποία γίνεται απλώς ανεκτή –και πάλι εντός ορίων– λόγω συγκατάβασης του Θεού στην ανθρώπινη αδυναμία. Εκατομμύρια χριστιανοί κάθε ηλικίας και φύλου, σε κάθε εποχή, προτίμησαν να πεθάνουν παρά να σηκώσουν τα όπλα× όλοι αυτοί τιμώνται στο χριστιανισμό ως άγιοι, ενώ για τους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στον πόλεμο, παρά το αίτημα του αγίου βασιλέως Νικηφόρου Φωκά να τιμώνται ως άγιοι, γίνονται προσευχές υπέρ της ψυχής τους, επειδή πέθαναν σκοτώνοντας ανθρώπους. Σημειωτέον ότι ο ίδιος ο άγιος Νικηφόρος Φωκάς πέθανε από μαχαίρι σε καιρό ειρήνης, λαμβάνοντας το δικό του «βάπτισμα του αίματος».
Υπάρχουν εξάλλου πάμπολλοι ορθόδοξοι άγιοι βασιλείς –και βασίλισσες– που εγκατέλειψαν το στέμμα και έγιναν μοναχοί και ασκητές, ενώ άλλοι προτίμησαν το θάνατο από τον πόλεμο. Ο άγιος Έντμουντ, βασιλιάς της Ανατολικής Αγγλίας, αφού αντέταξε σθεναρή αντίσταση, παραδόθηκε στους Βίκινγκς το 869 μ.Χ., για να πάψει η αιματοχυσία και στους δύο στρατούς× θανατώθηκε με βασανιστήρια αρνούμενος να εγκαταλείψει το χριστιανισμό. Ομοίως, οι Ρώσοι άγιοι πρίγκηπες Μπόρις και Γκλεμπ, το 1015, προτίμησαν να παραδοθούν στον αδερφό τους Σβιατοπόλκο και να θανατωθούν, παρά να θυσιάσουν τη ζωή των στρατιωτών τους βάζοντάς τους να πολεμήσουν για χάρη τους. Ο άγιος Βονιφάτιος, επίσκοπος και ιεραπόστολος της Γερμανίας, το 754 μ.Χ., αρνήθηκε να αμυνθεί, όταν δέχτηκε επίθεση βαρβάρων στα δάση πέραν του Ρήνου, και σκέπασε απλά τον εαυτό του με το χειρόγραφο του ευαγγελίου× φονεύθηκε μαζί με περίπου 40 ακόμη αγίους συντρόφους του.
Τα παραπάνω φανερώνουν τη ριζικά διαφορετική αντίληψη του χριστιανισμού από τον ινδουισμό (και όχι μόνο) σχετικά με τον πόλεμο, τις κοινωνικές τάξεις, την αμαρτία και τα καθήκοντα του ανθρώπου. Οι ομοιότητες ωστόσο υπάρχουν και αποτελούν θέμα που απασχολεί όχι μόνο τη θρησκειολογία, αλλά και τη χριστιανική θεολογία επί της ουσίας. Γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε να τις συζητήσουμε.
Πώς ερμηνεύεται η ομοιότητα που φαίνεται να υπάρχει στις διδασκαλίες του Κρίσνα και του Ιησού;
Μια ερμηνεία θα μπορούσε να είναι ότι ο Ιησούς, στην ηλικία από 12 έως 30 ετών (περίοδο, για την οποία σιωπούν τα ευαγγέλια), ταξίδεψε στην Ινδία και μαθήτευσε σε ινδουιστές διδασκάλους. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Παλαιστίνη φέρνοντας στον ελληνορωμαϊκό κόσμο τη σοφία της Άπω Ανατολής.
Την άποψη αυτή αποδέχονται κάποιοι, αν και αντιβαίνει στα Λουκ. 2, 51-52, όπου αναφέρεται ότι, μετά το επεισόδιο του ναού, όπου ο δωδεκάχρονος Ιησούς κατέπληξε τους νομοδιδασκάλους με τις ερωτήσεις και τα σχόλιά Του, κατέβηκε με τη μητέρα Του και τον Ιωσήφ στη Ναζαρέτ και ζούσε υπακούοντάς τους. Την αναφορά αυτή συμπληρώνουν τα Ματθ. 12, 53-58 και Μάρκ. 6, 1-6, όπου οι κάτοικοι της Ναζαρέτ αναρωτιούνται από πού βρήκε τέτοια σοφία και θαυματουργική δύναμη ο γνωστός τους γιος του μαραγκού (το ίδιο και οι κάτοικοι της Καπερναούμ στο Ιωάνν. 6, 42).
Οι σαφείς αναφορές του Ιησού στον εαυτό Του ως Θεό μπορεί να θεωρηθούν επινόηση των οπαδών Του ή ακόμα και δική Του απάτη, αν θεωρήσουμε –σε μια κακόπιστη εκδοχή– ότι δεν ήταν ένας σοφός διδάσκαλος, αλλά ένας θρησκευτικός τυχοδιώκτης.
Αν όμως το δούμε από διαφορετική σκοπιά, μπορούμε να πούμε ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που νομίζουμε, αλλά ο Πατέρας Του, στον Οποίο τόσο συχνά αναφέρεται, ήταν ο Κρίσνα. Οπότε ο Ιησούς ήταν κάτι αντίστοιχο με τον Αρτζούνα ή και ο ίδιος ο Αρτζούνα, αυτοπροσώπως ή σε μετενσάρκωση. Τότε βέβαια ο Κρίσνα ταυτίζεται με το Θεό των χριστιανών –ταύτιση που μπορούμε να στηρίξουμε και με μιαν αναφορά στην Τριμούρτι, την ινδική τριάδα, που αποτελείται από τους θεούς Μπράχμα, Βίσνου (Κρίσνα) και Σίβα. Ενδεχομένως μάλιστα ο Ιησούς να ήταν άλλη μια αβατάρα, δηλαδή ενσάρκωση του Κρίσνα.
Η ιδέα αυτή αντιβαίνει σε δύο πράγματα: α) Στο ότι οι χριστιανοί διδάσκαλοι, στη δική τους επαφή με το Θεό, με την οποία Τον γνώρισαν μετέχοντας στο υπερούσιο Φως Του και γενόμενοι οι ίδιοι θεοί, δε διδάχτηκαν τέτοια πράγματα. Επομένως, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι πλανήθηκαν και νόμισαν ότι γνώρισαν το Θεό, ενώ στ’ αλήθεια βίωσαν τις φαντασιώσεις τους. Μια τέτοια παραδοχή βέβαια θα ήταν αυθαίρετη και θα παρέβλεπε αβασάνιστα τη βαθιά σοφία που υπάρχει στη διδασκαλία των χριστιανών αγίων. β) Στο ότι υπάρχουν και θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στις διδασκαλίες του Χριστού και του Κρίσνα, π.χ. η μετενσάρκωση και η ηθική που απορρέει απ’ αυτήν ή η έννοια της σωτηρίας ως λύτρωσης από τη μετενσάρκωση και εξαφάνισης του σώματος (Κρίσνα), σε αντίθεση με τη σωτηρία ως λύτρωση από το θάνατο και αιώνια ζωή με αυτό το σώμα και την προσωπικότητα που φέρουμε κατά την εδώ γέννησή μας (Ιησούς).
Ο Θεός, ως Χριστός (Θεάνθρωπος), παίρνει αληθινό ανθρώπινο σώμα, το οποίο διατηρεί και θα διατηρεί αιώνια, και η θέωση των χριστιανών περιλαμβάνει και το σώμα τους, γι’ αυτό και από τα λείψανα των αγίων γίνονται θαύματα –αυτό είναι και ένας από τους λόγους που οι χριστιανοί δεν καίμε τους νεκρούς μας. Οι χριστιανοί άγιοι δεν είδαν πουθενά μετενσάρκωση και, αν υπήρχε, δε θα ήταν δυνατόν να επικοινωνούν με τους ανθρώπους άγιοι που έζησαν τον πρώτο ή το δεύτερο αιώνα μ.Χ. (ακόμη κι αν είχαν γίνει μποντισάτβα, δηλαδή όντα που μένουν με τη θέλησή τους ένα σκαλί πριν την εξαφάνιση, για να βοηθούν τους ανθρώπους να φτάσουν στη νιρβάνα –ιδέα που υπάρχει στο μαχαγιάνα βουδισμό– λογικό θα ήταν να τοποθετηθούν ξεκάθαρα κι όχι να εμφανίζονται με τη χριστιανική μορφή τους). Επίσης ο Ιησούς πατάει το θάνατο διά του θανάτου Του, ανοίγοντας τις πύλες για την ανάσταση των νεκρών, ενώ ο Κρίσνα απλώς αφήνει μια διδασκαλία και μια μέθοδο αυτοσυγκέντρωσης, που όποιος την εφαρμόσει λυτρώνεται.
Τέλος, η σωτηρία για τους χριστιανούς δεν είναι το αποτέλεσμα μιας προσωπικής σχέσης του καθενός με το Θεό, στην οποία ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τα πάθη του και αυτόματα γνωρίζει το Θεό και γίνεται θεός –είτε αυτός ο «Θεός» είναι το ίδιο το βαθύτερο είναι του ανθρώπου είτε ένα Πρόσωπο που υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, όπως λέει ο χριστιανισμός, είτε πρόκειται για συνδυασμό και των δύο, όπως πρεσβεύει ο μπάκτι ινδουισμός. Η σωτηρία για τους χριστιανούς είναι το αποτέλεσμα της ένταξης του ανθρώπου σε μια παγκόσμια σχέση με το Θεό και με τα άλλα όντα του σύμπαντος. Αυτή η σχέση αφ’ ενός είναι ξεκάθαρα σχέση αγάπης, και μόνον ως σχέση αγάπης είναι σχέση γνώσης, και αφ’ ετέρου εντάσσει τον άνθρωπο σ’ ένα παγκόσμιο σώμα, που έχει κεφαλή το Χριστό (δηλαδή το Θεό ως αληθινά και αιώνια ενωμένο με τον Άνθρωπο, ως Θεάνθρωπο πλέον) και είναι η Εκκλησία. Γι’ αυτό το λόγο μόνο μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στη θέωση (=ένωση με το Θεό, δηλαδή τον Τριαδικό Θεό, αφού οι χριστιανοί άγιοι έτσι διδάχτηκαν ότι υπάρχει ο Θεός, εν Τριάδι Προσώπων, αχώριστων, αλλά και ανεξάρτητων και διακριτών), αφού η Εκκλησία είναι το σύνολο των όντων όλων των κόσμων που επιλέγουν να έχουν σχέση αγάπης με τον Τριαδικό Θεό και, μέσω αυτής της σχέσης, τείνουν προς την ένωση με Αυτόν.
Η ένωση αυτή δεν γίνεται μέσω ασκητικών μεθόδων (όσο ισχυρό κι αν διαμορφώσουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα και όσο κι αν κάνουν τον άνθρωπο να κυριαρχεί στις ορμές του κ.τ.λ. –αντίθετα, όπως διδάσκουν όλοι οι ορθόδοξοι άγιοι ασκητές, αυτή η κυριαρχία μπορεί να οδηγήσει σε αλαζονεία) ούτε μέσω της «συνειδητοποίησης» κάποιων «αληθειών» (αυτό θα μπορούσε να ισχύει αν ήταν μόνον ο νους ή η ψυχή προορισμένα για τη σωτηρία και το σώμα προοριζόταν για τον αφανισμό, όπως δέχεται ο ινδουισμός). Γίνεται μέσω της κοινωνίας αγάπης του παγκόσμιου σώματος της Εκκλησίας, το οποίο περιλαμβάνει ανθρώπους και αγγέλους, αλλά και τα άλλα όντα της δημιουργίας (ζώα, φυτά κ.τ.λ.), με τα οποία όσο θεώνεται ο άνθρωπος τόσο στενότερη σχέση αγάπης αναπτύσσει. Κεφαλή του σώματος αυτού είναι ο Θεός εν Χριστώ.
Τροφή αυτού του σώματος, που ενεργοποιεί τη σχέση αγάπης, είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού, το οποίο οι άνθρωποι κοινωνούν –αληθινά και όχι συμβολικά– στο μυστήριο της θείας Μετάληψης.
Η ιδέα για κοινωνία του αληθινού σώματος και αίματος του Χριστού, κι όχι ψωμιού και κρασιού που απλά συμβολίζουν το σώμα και το αίμα Του, συχνά φαίνεται απλοϊκή δεισιδαιμονία σε «φιλοσοφημένους» ανθρώπους της εποχής μας, αλλά και του παρελθόντος. Εκείνοι όμως στηρίζονται υπερβολικά στις βεβαιότητες που δημιουργεί ο νους τους για μια δήθεν υπεροχή του συμβολισμού έναντι του «μυστικισμού» και του νου έναντι των υπόλοιπων στοιχείων που αποτελούν τον άνθρωπο. Ο συμβολισμός ταιριάζει σε «φιλοσόφους» και για να γίνει κατανοητός προϋποθέτει μόρφωση, ενώ η εν σώματι και αίματι κοινωνία με το Θεό μπορεί να οδηγήσει στη θέωση και αγράμματες γιαγιάδες, βοσκούς και εργάτες –πράγμα που η υποσυνείδητη αλαζονεία των μορφωμένων δε μπορεί να ανεχτεί, γιατί τότε η αξία των διανοητικών προσπαθειών τους πάει περίπατο. Κάποιοι λοιπόν ισχυρίζονται ακόμη και ότι οι χριστιανοί άγιοι ισχυρίστηκαν ότι έχουμε αληθινή κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού, απλώς γιατί «έτσι θα προσέγγιζαν τους αγράμματους».
Όμως δεν είναι έτσι. Ούτε οι μεγάλοι άγιοι, εκείνοι που έφτασαν μέχρι τέλους την ένωσή τους με το Θεό, δε σταμάτησαν να κοινωνούν. Και τούτο, διότι κοινωνώντας το σώμα και το αίμα του Χριστού, έρχονται σε ένωση και με Εκείνον και με όλα τα όντα, καθώς στη θεία Μετάληψη ενυπάρχει όλη η δημιουργία. Πάνω στο μικρό δίσκο με τον άρτο που μεταβάλλεται σε σώμα Χριστού υπάρχουν τεμάχια που εκπροσωπούν όλους τους αγγέλους και τους ανθρώπους –που η ύπαρξή τους ανακεφαλαιώνεται στην ύπαρξη του Χριστού, του νέου Αδάμ. Η ένωση αυτή έχει νόημα μόνον εάν είναι πραγματική ένωση, όχι αν πρόκειται απλά για έναν συμβολισμό. Και διαφέρει ριζικά από τη μαγεία, επειδή δεν ενεργεί παρά μόνον αν ο άνθρωπος που μετέχει σ’ αυτήν αγαπά και επιθυμεί την ενεργοποίησή της. Αν κλείνεται εγωιστικά στον εαυτό του, η μετοχή του δεν τον ενώνει με τους άλλους και με το Θεό.
Ο Χριστός λοιπόν δεν είναι για μας απλά «ο Κύριος», αλλά ένας ιδιόρρυθμος Κύριος που τόσο μας αγαπά, ώστε γίνεται τροφή για να ζήσουμε: ο ουράνιος άρτος (Ιω. 6, 29-35 και 48-58). Ο «επιούσιος άρτος» του «Πάτερ ημών».
Έτσι εκπληρώνεται ο θεμελιώδης λόγος του Χριστού προς τον Πατέρα, κατά το μυστικό δείπνο: «ίνα πάντες έν ώσιν, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσιν… ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμέν» («για να είναι όλοι ένα, όπως Εσύ, Πατέρα, [υπάρχεις] σε μένα κι εγώ σε Σένα… για να είναι ένα, όπως εμείς είμαστε ένα»,Ιω. 17, 21, 22).
Κατά τη «γεωμετρία του αγίου Δωρόθεου», του μεγάλου χριστιανού διδασκάλου του 6ου αιώνα, όσο πλησιάζουμε προς το Θεό πλησιάζουμε και προς τους αδελφούς μας, όπως οι ακτίνες που πλησιάζουν στο κέντρο ενός κύκλου. Και κατά τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, «όσο μεγαλύτερη η αγάπη, τόσο μεγαλύτερη η οδύνη της ψυχής. Όσο πληρέστερη η αγάπη, τόσο πληρέστερη η γνώση. Όσο θερμότερη η αγάπη, τόσο πιο πύρινη η προσευχή. Όσο τελειότερη η αγάπη, τόσο αγιότερος ο βίος»[8].
Υπάρχουν και άλλες διαφορές, αλλά αυτές νομίζω πως είναι αρκετές.
Άλλη ερμηνεία για τη συγγένεια της Μπαγκαβάντ Γκιτά και του ευαγγελίου είναι ότι οι διδασκαλίες τους δεν εξαρτώνται η μία από την άλλη, απλώς μεταφέρουν και οι δύο τη βαθιά πανανθρώπινη σοφία, που τόσο ο Κρίσνα όσο και ο Ιησούς, ως σοφοί διδάσκαλοι, αντιλήφθηκαν. Η σοφία αυτή είναι ο λόγος της αγάπης, με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ολοκληρωθεί πνευματικά και να φτάσει στην τελειότητα, αλλά και η συμβίωση των ανθρώπων να γίνει ομαλή. Οι διαφορές στα λόγια των δύο διδασκάλων μπορεί να οφείλονται στο διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον, όπου έζησε και δίδαξε ο καθένας τους, αλλά και σε διαφοροποίηση των οπαδών τους, καθώς δεν έγραψαν οι ίδιοι τα λόγια τους, αλλά μας τα μετέφεραν οι μαθητές τους. Ωστόσο παρατηρούμε ότι και οι μεταγενέστεροι χριστιανοί και ινδουιστές διδάσκαλοι μερικές φορές είπαν κοινά πράγματα, γιατί και οι δύο πολιτισμοί, στη γνησιότητά τους, εμβάθυναν στην ίδια παγκόσμια αλήθεια.
Η ερμηνεία αυτή είναι ορθολογική και σίγουρα αρεστή σε μεγάλη μερίδα σύγχρονων δυτικών ανθρώπων, ιδιαίτερα μάλιστα στους προβληματισμένους και ευαίσθητους. Από χριστιανική άποψη φυσικά δεν ευσταθεί. Στα ευαγγέλια ο Ιησούς δεν εμφανίζει τον εαυτό Του ως έναν από τους πολλούς σωτήρες και διδασκάλους, έστω θεόσταλτους, αλλά ως το μοναδικό σωτήρα των ανθρώπων, που αξιώνει αποκλειστική πίστη σ’ Αυτόν (βλ. π.χ. Ματθ. 23, 8-11, Ιω. 6, 53-58× 10, 1-21) και απόλυτη επιφυλακτικότητα απέναντι στους άλλους (π.χ. Ματθ. 24, 4-5 και 23-25). Απαιτεί μάλιστα να Τον αγαπούν οι άνθρωποι περισσότερο από τους γονείς και τ’ άλλα μέλη της οικογένειάς τους (π.χ. Ματθ. 10, 34-37), προφανώς γιατί η προσκόλληση στην οικογένεια, στις «οικογενειακές αξίες» και τα οικογενειακά συμφέροντα συνήθως μας εμποδίζει ν’ αγαπήσουμε όλο τον κόσμο.
Εξάλλου σ’ όλα τα ευαγγελικά αποσπάσματα, όπου αναφέρεται στη σχέση Του με τον Πατέρα, φαίνεται πως είναι ο ένας και μοναδικός Υιός (π.χ. Ιω. 1, 1-18× 3, 13-18), ο οποίος μάλιστα θα επιστρέψει και θ’ αποκαταστήσει το σύμπαν κατά την «ημέρα του Υιού του ανθρώπου» (π.χ. Ματθ. 24, 30-51× 25, 31-46). Ο χαρακτηρισμός «Υιός του ανθρώπου» ερμηνεύεται από κάποιους ως ο επόμενος κρίκος στην εξέλιξη του ανθρώπου, ο «θεωμένος άνθρωπος», βασικά όμως προέρχεται από το όραμα του Δανιήλ (στην Παλαιά Διαθήκη, Δανιήλ, κεφ. 7), που είδε το Θεό ως «παλαιό των ημερών» και συγχρόνως ως «υιό ανθρώπου».
Κατά το χριστιανισμό, οι διδασκαλίες αυτές του Ιησού δεν είναι εγωιστικές και μισαλλόδοξες, είναι απλώς η σωτήρια αλήθεια που αποκαλύπτει στους ανθρώπους. Ιστορικά χρησιμοποιήθηκαν για να θεμελιωθούν διάφορες νοσηρές εκδηλώσεις της ανθρώπινης μισαλλοδοξίας, όμως αυτό δεν είναι η αυθεντική εκδοχή του χριστιανισμού, αλλά η δραματική παραχάραξή του.
Σημειωτέον, ότι, από χριστιανικής πλευράς, αν ο Κρίσνα ή οποιοσδήποτε άλλος μπορούσε να σώσει τους ανθρώπους, ο Χριστός δε θα ερχόταν στη γη. Αν, πάλι, υποθέσουμε ότι ο Χριστός είναι ο Κρίσνα που επέστρεψε ή ένας μαθητής του, που φέρνει ένα «επόμενο στάδιο» της ίδιας διδασκαλίας (την οποία «φέρνουν όλοι οι πνευματικοί διδάσκαλοι της ανθρωπότητας»), τότε τα προηγούμενα στάδια πρέπει να εγκαταλειφθούν, επομένως όλοι οι πιστοί του Κρίσνα πρέπει να περάσουν στο χριστιανισμό.
Αν εξετάσουμε το πνεύμα, με το οποίο αντιμετωπίζουν τις θρησκείες οι χριστιανοί άγιοι διδάσκαλοι, θα δούμε ότι, κατ’ αυτούς, ο αληθινός Θεός (ο Τριαδικός) ποτέ δεν άφησε τους ανθρώπους χωρίς καμιά ένδειξη της παρουσίας Του. Αντίθετα, φώτιζε αγνές ψυχές ακόμα και σε πολυθεϊστικούς λαούς και τους μετέδιδε το «σπερματικό λόγο Του», δηλ. κομμάτια της διδασκαλίας, την πληρότητα της οποίας αποκάλυψε αυτοπροσώπως –και όχι μέσω προφητών– όταν ο Ένας της Τριάδας έγινε άνθρωπος. Στον ιουδαϊσμό οι άνθρωποι αυτοί είναι οι προφήτες, όμως ανάλογες περιπτώσεις υπάρχουν και σε άλλες πνευματικές παραδόσεις. Ιδίως αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και ποιητές επαινούνται από τους χριστιανούς αγίους για το ήθος τους και ενίοτε θεωρούνται «χριστιανοί προ Χριστού». Η περίπτωση της Μπαγκαβάντ Γκιτά θα μπορούσε να είναι μια τέτοια περίπτωση. Αν ο άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος π.χ. απεύθυνε τις απολογίες του και ο Μέγας Βασίλειος το λόγο του Προς τους νέους σε ινδικό ακροατήριο, πιθανόν να αναφέρονταν και στον Αρτζούνα.
Σε μια ερμηνευτική προσέγγιση με βάση τη διδασκαλία του σπερματικού λόγου, κάποια κομμάτια της Μπαγκαβάντ Γκιτά, όπως και όλων ή σχεδόν όλων των ιερών κειμένων που παραδίδονται στους διάφορους πολιτισμούς, πλησιάζουν το Θεό. Ένας Θεός υπάρχει, η Αγία Τριάδα, και ένας Σωτήρας, ο Χριστός. Όλοι οι άνθρωποι που σώζονται, όποτε κι αν έζησαν (ακόμη και προ Χριστού), σε όποια θρησκεία κι αν ανήκουν, ό,τι κι αν νομίζουν για το Θεό, σώζονται διά της αγάπης, η οποία επιτρέπει στον Τριαδικό Θεό να εισέλθει στην νοερή καρδιά τους και να ενωθεί με αυτούς. Εκείνοι δεν το γνωρίζουν, αλλά ο Θεός τούς σώζει.
Ο Χριστός αποκαλύπτει ευθέως Ποιος είναι ο Θεός (ο Ίδιος είπε: «φανέρωσα το όνομά Σου στους ανθρώπους», Ιω. 17, 6). Όμως η ανθρωπότητα, χωρίς να το γνωρίζει, έχει πάντα σχέση με τον αληθινό Θεό και κάποιες φορές το θέλημά Του αποκαλύπτεται στους ανθρώπους, που η «αγαπώσα καρδία τους» είναι δεκτική αυτής της αποκάλυψης. Βέβαια, ανακατεύεται με πλάνες, που οφείλονται στη γενικότερη πλανημένη κατάσταση της ανθρωπότητας, που έχασε τη γνώση του Θεού, την οποία είχε στον παράδεισο.
Κι ο Κρίσνα λέει κάτι ανάλογο, αν και φυσικά δε μιλάει για παράδεισο. Η αναφορά σε χαμένο πρωταρχικό παράδεισο θα σήμαινε κατάφαση του υλικού κόσμου, πράγμα αντίθετο με τον ινδουισμό, που θεωρεί ότι ο άνθρωπος ταυτίζεται με την (προαιώνια, αγέννητη και άφθαρτη) ψυχή του. Κατά τον Κρίσνα, «ολόκληρο το Σύμπαν» αγνοεί ότι εκείνος είναι «ο Υπέρτατος, ο Ακατάβλητος, Αυτός που υπερβαίνει κάθε επιρροή της ύλης», επειδή είναι «παραπλανημένο από τις τρεις γκούνα», που ο επιμελητής προσθέτει σε παρένθεση πως είναι «Αγαθότητα, Πάθος και Άγνοια» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 7, 12-13). Κατά τα σχόλια του Σουάμι Πραμπουπάντα στους παραπάνω στίχους, καθώς και στο στίχο 14, οι τρεις γκούνα και η υλική ενέργεια αποτελούν μέρος της ενέργειας του Υπέρτατου Κυρίου, αν και κατώτερο, και λειτουργούν κατά το παντοδύναμο θέλημά του. Ο Σουάμι μάλιστα παραθέτει ένα απόσπασμα από τις Βέδες, τις ινδουιστικές ιερές γραφές, που αναφέρεται στη μάγια, την αυταπάτη της υλικής ύπαρξης: «Η μάγια είναι ασφαλώς πρόσκαιρη και απατηλή, αλλά ο “μάγος” που ενεργεί πίσω της δεν είναι άλλος από τον Μαχεσβάρα, τον Απόλυτο Κύριο, το Θεό, το Υπέρτατο Πρόσωπο» (ό.π., σελ. 201).
Για το χριστιανισμό, το κακό σε καμία περίπτωση δεν είναι μέρος της ενέργειας του Θεού (όπως κι αν το εννοήσουμε αυτό) ούτε ενεργεί κατά το θέλημά Του, παρά μόνο με την έννοια ότι ο άνθρωπος μπορεί να το χρησιμοποιήσει ως «πνευματικό γυμναστήριο», για να το υπερβεί και ν’ ανεβεί τη σκάλα της αγάπης, που οδηγεί στο Θεό. Το κακό όμως, σε όλες τις μορφές του –που καταλήγουν σε μία: την εγωιστική στροφή προς εαυτόν ή προς ψεύτικους θεούς και την πολυδιάσπαση της δημιουργίας, έσχατη συνέπεια της οποίας είναι ο θάνατος– λειτουργεί παρά το θέλημα του Θεού και, για την ακρίβεια, παρασιτεί σε βάρος της δημιουργίας. Δεν υπάρχει, μόνον ενεργείται όταν το λογικό ον (άνθρωπος ή άγγελος) παύει να αγαπά το Θεό και τα άλλα όντα και στρέφεται είτε προς τον εαυτό του, σα να ήταν θεός, είτε προς κάποια «αξία», συνειδητά ή υποσυνείδητα θεοποιημένη: τις ηδονές, τη δόξα, τον πλούτο, αλλά και την τέχνη, τη γνώση κ.τ.λ., νομίζοντας ότι έτσι θα φτάσει σ’ αυτό που ποθεί, που είναι πάντα –ακόμη κι αν δεν το ξέρει– η θέωση. Θέωση όμως μόνο μέσα από την ενοποιό σχέση αγάπης με το Θεό μπορεί να συντελεστεί. Γι’ αυτό η διενέργεια του κακού ονομάζεται «αμαρτία» (=λάθος), γιατί έχει τα αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά που νομίζει όποιος ενδίδει σ’ αυτήν. Αυτό ακριβώς είναι το προπατορικό αμάρτημα.
Η απόδοση της υπαρξιακής αρχής του κακού σε μια όψη της ενέργειας του Θεού είναι από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία απόκλισης του ινδουισμού (και άλλων θρησκειών της ανατολής) από το χριστιανισμό. Μπορώ να πω μάλιστα ότι αντιμετωπίζεται με καχυποψία, γιατί για μας «πατέρας» του κακού είναι ένα άλλο ον, όχι Θεός, αλλά έκπτωτος άγγελος, ο διάβολος (=συκοφάντης). Ο διάβολος βέβαια, κατά τους χριστιανούς αγίους, δεν είναι εκ φύσεως κακός, γιατί τότε θα σκότωνε και τον εαυτό του. Απλώς κι εκείνος ενεργεί το κακό απομακρυνόμενος από το Θεό, όπως είναι ελεύθερος να κάνει. Εκ φύσεως όμως είναι καλός, όπως όλα τα όντα στη δημιουργία. Δεδομένου πάντως ότι ο διάβολος είναι «ψεύτης», τίθεται το ερώτημα για την αληθινή φύση των θεών των διαφόρων θρησκειών, που οι πιστοί τους θεωρούν ότι συγκεντρώνουν και το καλό και το κακό.
Η ταυτότητα του Κρίσνα
Φυσικά η λατρεία κάποιων σκοτεινών ινδικών θεών, όπως η Κάλι, αλλά και σκοτεινών πλευρών κάποιων πολύπλευρων θεών, όπως ο Σίβα ή και ο Βίσνου (ενσάρκωση του οποίου είναι ο Κρίσνα), είναι για μας τους χριστιανούς ύποπτη: ποιος λατρεύεται όταν οι πιστοί της Κάλι κάνουν ανθρωποθυσίες; Και ακόμη: ποιος λατρεύεται όταν οι λάτρεις του Κρίσνα ψάλλουν το όνομά του στα μάντρα τους ή προσφέρουν λατρεία «στα λωτοειδή πόδια του»; Υπάρχουν ο Κρίσνα και οι υπόλοιποι ινδικοί θεοί; Αν ναι, θεωρούνται της ίδιας ουσίας, όμως σ’ αυτούς συνυπάρχει καλό και κακό. Τι είδους όντα λοιπόν είναι, δεδομένου ότι κι εμείς έχουμε αγίους δασκάλους, οι οποίοι διδάχτηκαν κατά τις θεοπτικές εμπειρίες τους ότι ο Θεός είναι η Αγία Τριάδα, που τίποτε άλλο δεν είναι της ίδιας ουσίας μ’ Αυτήν, ενώ αντίθετα υπάρχουν αμέτρητα αγαθά και σκοτεινά πνεύματα, που τα πρώτα βοηθούν, ενώ τα δεύτερα παραπλανούν τους ανθρώπους εμφανιζόμενα ως φωτεινά, για να τους αποσπάσουν από το Θεό.
Σημειωτέον ότι, για τους λάτρεις του, ο Κρίσνα και κάθε άλλος θεός υπάρχει πραγματικά, δεν είναι απλώς η αλληγορία κάποιων φιλοσοφικών ιδεών. Η διδασκαλία του είναι έγκυρη γιατί ο ίδιος την αποκάλυψε, δεν την ανακάλυψαν οι άνθρωποι με την πολυπλάνητη διανόησή τους.
Υπ’ όψιν ότι η απόδοση προσωπικής λατρείας σε κάποιον από τους θεούς, από χριστιανική άποψη, πρέπει να διαχωριστεί από το περιεχόμενο των ινδουιστικών ιερών γραφών, οι οποίες σε αρκετά σημεία φαίνεται να προσεγγίζουν όψεις της αλήθειας για το Θεό, όπως ο Χριστός την αποκάλυψε (π.χ. ότι υπηρετώντας το συνάνθρωπό μας πλησιάζουμε το Θεό ή ότι οι απολαύσεις του παρόντος κόσμου μπορούν να αποπροσανατολίσουν από τη σωτηρία κ.π.ά.). Εξυπακούεται ότι τώρα μιλώ ως χριστιανός. Για μάς δεν τίθεται σε αμφιβολία ότι ο Χριστός είπε την αλήθεια, γιατί οι μαθητές Του και οι άγιοι των επόμενων αιώνων, μέχρι την εποχή μας, είδαν και βίωσαν τη θεότητά Του, έφτασαν οι ίδιοι στη θέωση μέσω Αυτού και μετέφεραν την αλήθεια των εμπειριών τους απαράλλακτη –ακριβώς όπως οι πιστοί του Κρίσνα διατείνονται για τους δικούς τους δασκάλους.
Οι δυνάμεις
Η ανάπτυξη δυνάμεων (ακόμη και του χαρίσματος «να αντιλαμβάνεται την ισότητα όλων των όντων, τόσον όταν αυτά είναι ευτυχισμένα όσο και όταν είναι δυστυχισμένα») είναι για τον άνθρωπο ο μεγαλύτερος πειρασμός: μπορεί να τον οδηγήσει στην πλάνη ότι είναι θεός –ίσως μάλιστα και ο Θεός!– ή απλώς ότι μπορεί να «αυτοπραγματωθεί» με τις δικές του προσπάθειες, χωρίς να έχει ανάγκη το Θεό.
Η ιδέα της «αυτοπραγμάτωσης» ταιριάζει στο ιδεώδες της ατομικής σωτηρίας, όχι όμως της ένταξης του ανθρώπου στην Εκκλησία, γι’ αυτό, αν και είναι αρεστή στον άνθρωπο της σύγχρονης ατομιστικής εποχής (που ανακάλυψε τα «δικαιώματα του ανθρώπου» αλλά όχι την αυτοπαραίτηση του ανθρώπου από τα «δικαιώματά του» για χάρη της αγάπης του προς τους άλλους –μεταξύ των οποίων και προς τους εχθρούς του και προς τους αμαρτωλούς και γενικά προς εκείνους που «δεν αξίζουν» αυτή την αγάπη), δεν είναι συμβατή με το χριστιανισμό.
Αν ο άνθρωπος «αυτοπραγματώνεται», τότε θεωρητικά γίνεται αμετακίνητος προς το κακό. Έχει πραγματώσει όλες τις προοπτικές του, δε μπορεί να πλανηθεί πλέον. «Δεν υπάρχει όμως κανένα καθήκον για όποιον έχει συνειδητοποιήσει τον αληθινό εαυτό του. Τέλεια ικανοποιημένος, χαίρεται και τέρπεται μόνο με τον εαυτό του» (Μπαγκαβάντ Γκιτά, 3, 17). Σχόλιο του Σουάμι Πραμπουπάντα: όποιος «έχει συνειδητοποιήσει τέλεια τον Κρίσνα», «με τη χάρη του Κυρίου βλέπει κάθε στιγμή καθαρά το καθήκον του και γι’ αυτό δεν είναι πια υποχρεωμένος να ακολουθεί τους βεδικούς κανόνες» (ό.π., σελ. 112).
Για τους χριστιανούς όμως, μέχρι και την τελευταία στιγμή ο άνθρωπος μπορεί να πλανηθεί και να χάσει την αγιότητά του, αν νιώσει την εγωιστική αυτοϊκανοποίηση της αρετής, πράγμα που τον κάνει να κλείσει αυτόματα την καρδιά του και ν’ αφήσει το Θεό απέξω! Γι’ αυτό η ζωή του χριστιανού είναι μια διαρκής επιφυλακή, για τη διαφύλαξη της πολύτιμης ταπείνωσης, όπως άλλωστε κι ο Θεός, τον Οποίο ποθεί, είναι ταπεινός. Μόνο μετά θάνατον ο άγιος δεν κινδυνεύει να εκπέσει. Εξάλλου, η πλήρης κατάσταση θέωσης (ο παράδεισος) δεν υπάρχει ακόμη για τους ανθρώπους, αλλά θα υπάρξει μόνο όταν όλοι οι άνθρωποι θα έχουν γεννηθεί, οπότε θα γίνει, κατά το χριστιανισμό, η ανάσταση των νεκρών και θα ζήσουμε με το ίδιο το δικό μας σώμα –αλλά άφθαρτο και αιώνιο– στο ίδιο αλλά ανακαινισμένο σύμπαν, που θα είναι πλέον μέρος της «βασιλείας του Θεού».
Φυσικά, ούτε καν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι, αν ο άνθρωπος δεν είναι άγιος, τότε αναπτύσσοντας δυνάμεις, είτε είναι χριστιανός είτε όχι, γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνος. Και πόσο έγκυρο είναι να εμπιστευθεί κάποιος τα συναισθήματά του, τα ισχυρά του βιώματα και πιθανόν κάποια εξαιρετικά γεγονότα που του συμβαίνουν και να πει για τον εαυτό του «αυτό δεν ισχύει για μένα, γιατί εγώ είμαι ήδη άγιος»;
Οι χριστιανοί όχι μόνο δεν επιδιώκουν την ανάπτυξη δυνάμεων, αλλά και δεν την επιθυμούν. Δε χρησιμοποιούν καμία μέθοδο γι’ αυτήν, μόνο προσπαθούν να εφαρμόσουν στη ζωή τους την εντολή της αγάπης. Κι αν φτάσουν στο σημείο, λόγω της ταπεινής σχέσης τους με το Θεό (του πόθου τους γι’ Αυτόν), να κάνουν «θαύματα», δεν τα κάνουν εκείνοι, αλλά ο Θεός, που ανταποκρίνεται στα αιτήματά τους. Μόνον ο Θεός κάνει θαύματα, κατά το χριστιανισμό. Οι άγιοι θαυματουργούν χρησιμοποιώντας το όνομα του Χριστού κι όχι με «τις δυνάμεις τους» (βλ. π.χ. Πράξεις Αποστόλων, 3, 6: «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου έγειρε και περιπάτει») ούτε «στέλνουν θετική ενέργεια στους άλλους» με το διαλογισμό τους. Γνωρίζουν από την πείρα αιώνων χριστιανικού βίου ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού (η θεία χάρη) είναι απείρως αποτελεσματικότερη από την ενέργεια που μπορεί να πηγάζει από κάποιο «θεϊκό στοιχείο» μέσα τους. Όμως οι ινδουιστές διδάσκαλοι αναπτύσσουν δυνάμεις και «αυτοπραγματώνονται» με τις δικές τους παραδοσιακές μεθόδους. Αυτά, για μας, είναι σκοτεινά και, ειλικρινά, δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι οδηγούν στη σωτηρία.
Για να γίνω αντιληπτός, και να μη θεωρηθώ φανατικός και μισαλλόδοξος, διευκρινίζω ότι στις εμπειρίες των χριστιανών αγίων –της αδιαίρετης Εκκλησίας των πρώτων δέκα αιώνων και, στη συνέχεια, της ορθόδοξης, γιατί στα διάφορα μεταγενέστερα χριστιανικά παρακλάδια αυτή η παράδοση έχει ατονήσει επικίνδυνα– περιλαμβάνονται και πλανημένες εμπειρίες: ψευδοβιώματα που προέρχονται από τη φαντασία τους, αλλά και οράματα και «θαύματα» που αποτελούν παγίδες του διαβόλου, με σκοπό, ακριβώς, να τους πείσει ότι είναι άγιοι κι έτσι να διογκωθεί ο εγωισμός τους και ν’ απομακρυνθούν από το Θεό. Γι’ αυτό οι έμπειροι ορθόδοξοι χριστιανοί πολύ δύσκολα αποδέχονται ένα βίωμα ή όραμα, μια εμπειρία ή ένα «θαυμαστό σημείο» που φαίνεται ότι τους προσφέρει ο Θεός. Στην πραγματικότητα μόνον οι άγιοι είναι σε θέση να κάνουν «διάκριση των πνευμάτων», δηλαδή να ξεχωρίζουν τα αληθινά βιώματα από τις επιτυχημένες απομιμήσεις τους. Και οι άγιοι, όπως φαίνεται από τις βιογραφίες τους (που δεν αφορούν μόνο σε αγίους παλαιών αιώνων, αλλά και σύγχρονων, όπως ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, 1866-1938) έζησαν στο πετσί τους τις απατηλές «εμπειρίες» και, όταν τις ξεπέρασαν, ήξεραν πια να τις ξεχωρίζουν. Εγώ –ο κοινός άνθρωπος– δεν έχω αυτό το αισθητήριο. Το να δω, ό μη γένοιτο, ένα σκοτεινό όραμα και να το απορρίψω, είναι εύκολο και προφανώς γίνεται σε όλες τις πνευματικές παραδόσεις. Όμως το να δω ένα όραμα που φαίνεται φωτεινό και να το απορρίψω, καταλαβαίνοντας από αδιόρατες ενδείξεις ότι είναι σκοτεινό, αυτό είναι έργο που ξεπερνά τις δυνατότητές μου. Έχοντας λοιπόν επίγνωση ότι δεν είμαι άγιος, είναι συνετό να απορρίπτω κάθε ξεχωριστή «υπερφυσική εμπειρία» που βρίσκεται στο δρόμο μου.
Σε κάθε εποχή, και στη δική μας, πάρα πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί έχουν πλανηθεί, παραφρονήσει, αυτοκτονήσει και γενικά χάσει τη σχέση τους με τον Τριαδικό Θεό, επειδή θεώρησαν ότι είναι άγιοι δίνοντας πίστη σε οράματα, βιώματα, θαύματα, εμπειρίες, συναισθήματα χαράς, πληρότητας, ευφροσύνης κ.τ.λ. Γι’ αυτό η γνήσια ορθόδοξη απάντηση σ’ αυτά είναι: ευχαριστώ, δε θα πάρουμε. Αν ένα όραμα, βίωμα, θαύμα κ.τ.λ. προέρχεται όντως από το Θεό, θα μας το δώσει μέσω ενός έμπειρου αγίου. Δε χρειάζεται να εκτεθούμε εμείς σ’ αυτό, γιατί δεν ξέρουμε να αξιολογήσουμε τις καταστάσεις.
Υπ’ όψιν ότι κάθε χριστιανός καλείται να έχει τον πνευματικό του διδάσκαλο («γέροντα» ή «γερόντισσα»), στον οποίο και εξομολογείται όσα του συμβαίνουν και ο οποίος, κι αν δεν είναι άγιος (πράγμα που θα ήταν το ιδανικό), έχει πολύ καλή γνώση των βίων και των συγγραμμάτων των αγίων και διαθέτει μεγάλη ταπείνωση, πίστη και αγάπη. Αυτό το δίπολο δασκάλου και μαθητή είναι η μία δικλείδα ασφαλείας απέναντι στην πλάνη. Αν κάποιος προσπαθεί να πλησιάσει το Θεό μόνος του, χωρίς πνευματικό διδάσκαλο, κινδυνεύει. Ομοίως, πρέπει κάποιος με σύνεση, ταπείνωση, αλλά και ωριμότητα και προσευχή να επιλέγει τον πνευματικό του (υπάρχει και προσευχή του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου γι’ αυτό το θέμα[9]), γιατί κι ο πνευματικός μπορεί να πλανηθεί –ούτε και πρέπει να θεωρούμε άγιο οποιονδήποτε φαίνεται άγιος, ακόμη κι αν κάνει θαύματα. Μόνο μετά θάνατον, αν αναγνωριστεί η αγιότητα ενός ανθρώπου, τότε την αποδεχόμαστε ανεπιφύλακτα, γιατί πιστεύουμε ότι ο Θεός δεν αφήνει την Εκκλησία να πλανηθεί σ’ αυτό το θέμα.
Η άλλη δικλείδα ασφαλείας απέναντι στην πλάνη είναι το ορθόδοξο «δόγμα», δηλαδή η διδασκαλία των αγίων για το Θεό και τη σωτηρία. Η διδασκαλία αυτή δεν είναι μια σειρά αυθαίρετων στοχασμών, που η Εκκλησία απαιτεί την άκριτη αποδοχή τους από τα πλήθη, όπως νομίζουν πολλοί που βασίζονται υπερβολικά στη δική τους σκέψη και θεωρούν αρετή το να «διαμορφώσουν μια προσωπική θεολογία» επιλέγοντας ό,τι νομίζουν πως «τους ταιριάζει» από τις διδασκαλίες των αγίων. Το ορθόδοξο δόγμα είναι καρπός πολυδοκιμασμένων εμπειριών και εμβάθυνσης στην αγιότητα, στην οποία κάθε ταπεινός και αγωνιζόμενος άνθρωπος όχι απλώς μπορεί αλλά και καλείται να φτάσει. Γι’ αυτό, αν ένας διδάσκαλος διδάσκει μια πίστη διαφορετική από την καθιερωμένη ορθόδοξη πίστη –την εμπειρία των αγίων– διατρέχει πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο να πλανάται απ’ ό,τι ένας γιατρός που δίνει διαφορετικά φάρμακα για μιαν ασθένεια απ’ αυτά που αποδέχεται η ιατρική κοινότητα.
Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο προσεχτικός είναι ο χριστιανισμός (αυτό είναι κι ένα επιχείρημα απέναντι στην ορθολογιστική άποψη ότι όλα ανεξαιρέτως τα βιώματα, ο φωτισμός, τα οράματα κ.τ.λ. των χριστιανών αγίων είναι απλά παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις, προϊόν αυθυποβολής σε συνδυασμό με την εξάντληση από τη νηστεία, τον ενδόμυχο πόθο τους «να δουν κάτι» κ.τ.λ.). Και ρωτάμε: πού είναι ο ανάλογος προβληματισμός από τους σοφούς των διαφόρων θρησκειών, και μάλιστα θρησκειών τόσο περίπλοκων, όπως ο ινδουισμός (που περιλαμβάνουν, όπως είπαμε, και σκοτεινές θεότητες), ώστε να μπορέσουμε να συζητήσουμε σε κάποια ασφαλή βάση;
Δε βλέπουμε κάτι τέτοιο. Αντίθετα, συχνά βλέπουμε την εγωιστική αυτοϊκανοποίηση ότι ο άνθρωπος «αποχτά τον έλεγχο του εαυτού του», «αναπτύσσει ανώτερη συνειδητότητα» ή «ξυπνά τις δυνάμεις του» (κουνταλίνι π.χ.), «γίνεται θεϊκός», «αποχτά γνώση», «αυτοπραγματώνεται» κ.τ.λ., δηλαδή ακριβώς αυτό που προσπαθούμε ν’ αποφύγουμε, γιατί οι δικοί μας άγιοι διδάσκουν ότι είναι απατηλό συναίσθημα, που απομακρύνει από το Θεό. Πολλώ μάλλον, όταν συνδέεται με την προσευχή ή την απόδοση λατρείας (θυμιάματος κ.τ.λ.) σε θεότητες πολυθεϊστικού πάνθεου (όπως διδάσκεται και στη Μπαγκαβάντ Γκιτά, π.χ. 3, 10-16, για τις θυσίες προς τους ντέβα, οι οποίες ωστόσο θεωρούνται ατελέστερη σχέση με το Θεό από τη λατρεία του Υπέρτατου Προσώπου, του Κρίσνα –βλ. 7, 20-24), πράγμα που (για να θυμηθώ μια φράση του Αμερικανού ορθόδοξου διδασκάλου π. Σεραφείμ Ρόουζ) οι άγιοι του παρελθόντος, άντρες και γυναίκες, σε περιόδους διωγμών, προτίμησαν να υποστούν φρικτά βασανιστήρια έως θανάτου παρά να το κάνουν.
Εν κατακλείδι
Κατά τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. ο χριστιανός απολογητής άγιος Ιουστίνος, ο «φιλόσοφος και μάρτυς» (110-165 μ.Χ.), αναγνωρίζει ότι «και οι Στωϊκοί φιλόσοφοι εν τω περί ηθών λόγω τα αυτά τιμώσι καρτερώς», δηλ. συμπίπτουν στις ηθικές ιδέες τους με τους χριστιανούς (Ιουστίνου, Απολογία Β΄, στο J. P. Migne, Patrologiae cursus completus,serieus graeca, συντομ. P.G., Paris 1857-1866, τ. 6, 456C). Εξάλλου, στα πλαίσια του γενικότερου ενδιαφέροντος των «φιλοσοφικότερων» απολογητών για τη συγγένεια των χριστιανικών διδασκαλιών με αρχαιότερες εθνικές απόψεις, ο Αθηναίος απολογητής του ίδιου αιώνα άγιος Αθηναγόρας, ο «χριστιανός φιλόσοφος», αποφαίνεται: «Οι δε από της Στοάς, καν ταις προσηγορίαις κατά τας παραλλάξεις της ύλης, δι ής φασι το πνεύμα χωρείν του Θεού, πληθύνωσι το Θείον τοις ονόμασι, τω γουν έργω ένα νομίζουσι τον Θεόν…», δηλ. αν και φαίνεται να μιλούν για πολλούς θεούς, στην πράξη θεωρούν ότι ένας Θεός υπάρχει (Αθηναγόρου, Πρεσβεία περί χριστιανών, P.G., ό.π., 904Α). Πρβ. τον 4ο αι., «και παρ’ Έλλησι, φαίεν αν, μία θεότης, ως οι τα τελεώτερα παρ’ εκείνοις φιλοσοφούντες…», Γρηγόριος Θεολόγος, λόγος Θεολογικός 5ος, κεφ. Ιδ΄, P.G., τόμ. 36, 149Β.
Νομίζω ότι οι χριστιανοί άγιοι διδάσκαλοι, που έφτασαν στη θέωση μέσω του Χριστού, θα έλεγαν κάτι παρόμοιο, αν διάβαζαν κάποια κομμάτια της Μπαγκαβάντ Γκιτά. Ο ινδουισμός και ο χριστιανισμός γενικότερα είναι ασύμβατοι. Στη μπάκτι εκδοχή του ινδουισμού όμως, και μάλιστα στη βαϊσνάβα (στην παράδοση της οποίας κατέχει κεντρικό ρόλο η Μπαγκαβάντ Γκιτά), διαφαίνονται κάποια σημεία προσέγγισης. Ιδίως οι ομοιότητες σε κάποιες απόψεις της Μπαγκαβάντ Γκιτά και των ησυχαστών αγίων (επισημάναμε νωρίτερα κάποια σημεία) φανερώνουν ότι, από χριστιανική άποψη, στη Μπαγκαβάντ Γκιτά υπάρχουν περιοχές αλήθειας.
«Ο Θεός δεν είναι φθονερός. Ο Θεός δεν είναι φίλαυτος ούτε φιλόδοξος. Αυτός ο Ίδιος ταπεινά και υπομονετικά αναζητεί κάθε άνθρωπο σε όλους τους δρόμους του. Γι’ αυτό μπορεί καθένας να γνωρίσει το Θεό σε αυτό ή σε εκείνο το μέτρο όχι μόνο μέσα στην Εκκλησία αλλά και έξω από αυτήν, αν και η τέλεια επίγνωση του Θεού χωρίς το Χριστό ή και έξω από τον Χριστό δεν είναι δυνατή (Ματθ. ια΄ 27). Έξω από τον Χριστό καμία πνευματική (μυστική) πείρα δεν δίνει στον άνθρωπο τη γνώση του Θείου Είναι ως της Μιας ακατάληπτης απόλυτης Αντικειμενικότητας σε Τρία ακατάληπτα απόλυτα Υποκείμενα, δηλαδή ως Τριάδα ομοούσια και αχώριστη. Εν Χριστώ όμως, αυτή η αποκάλυψη, αυτή η γνώση, γίνεται φως αιώνιας Ζωής, που ξεχύνεται σε όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης» (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ[10]).
Κάποιοι χριστιανοί άγιοι ωστόσο, που διάβασαν τη Μπαγκαβάντ Γκιτά ή τους εξηγήθηκε το περιεχόμενό της, παρατήρησαν ότι, σύμφωνα με τις δικές τους θεοπτικές εμπειρίες, η Μπαγκαβάντ Γκιτά περιέχει σφάλματα σε κάποια σημεία, τα οποία θα πρέπει να συζητηθούν. Να συζητηθούν όχι σε επίπεδο φιλοσοφίας ή «ακαδημαϊκής» θεολογίας (που θα κατέληγε απλά σε συμπέρασμα για το ποια από τις δύο διδασκαλίες είναι ψυχολογικά και κοινωνικά «χρησιμότερη»), αλλά σε επίπεδο αγίων, για τη διερεύνηση του ποια από τις δύο διδασκαλίες είναι η αληθινή.
Τα επίμαχα σημεία, για μας, φανερώνουν ότι ο Κρίσνα δεν είναι ο Θεός, πράγμα που κάνει το διάλογο με τους λάτρεις του αίτημα ζωτικής σημασίας. Ζωτικής σημασίας επίσης γίνεται το θέμα και λόγω της διείσδυσης του ινδουισμού στη δύση εδώ και λίγες δεκαετίες, στον οποίο καταφεύγουν αμέτρητοι πρώην χριστιανοί (ακόμη και ορθόδοξοι, αν και λιγότεροι), αγνοώντας την τεράστια παράδοση της αγιότητας που υπάρχει ακόμη και σήμερα στην ορθοδοξία και καμία σχέση δεν έχει με τις ηθικιστικές, συντηρητικές ή βεβιασμένα «εκσυγχρονισμένες» εκδοχές του χριστιανισμού που γνωρίζουμε από το μεσαίωνα ή τα νεώτερα χρόνια στην Ευρώπη και την Αμερική.
Η πιο θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη Μπαγκαβάντ Γκιτά και τα ευαγγέλια –διαφορά που υπερβαίνει τους εκφραστικούς κοινούς τόπους των αναφορών στο Θεό, στη σωτήρια αφοσίωση σ’ Αυτόν και στη μέθοδο αυτοσυγκέντρωσης– είναι η εξής: η Μπαγκαβάντ Γκιτά καλεί τον άνθρωπο σε πλήρη λατρευτική αφοσίωση στον Κρίσνα, ενώ τα ευαγγέλια στο Χριστό. Η διαφορά αυτή, που δε φαίνεται καν διαφορά σ’ έναν άθεο μελετητή του «θρησκευτικού φαινομένου» επηρεασμένου από τα κριτήρια της δυτικής ορθολογιστικής σκέψης (και οι δύο θρησκείες καλούν σε αφοσίωση προς έναν Θεό, άρα «λένε το ίδιο πράγμα»), είναι ειδοποιός διαφορά κατά τους χριστιανούς. Ο ορθόδοξος άγιος, που βιώνει την αγάπη του Χριστού κατά την προσευχή του, αλλά σε πρώιμα στάδια της πνευματικής του πορείας έχει βιώσει και την παρουσία σκοτεινών πνευμάτων που εμφανίζονταν ως φωτεινά (κι έτσι έχει μάθει να ξεχωρίζει τα βιώματα), τι θα βίωνε, αν παρουσιαζόταν ο Κρίσνα;
Πέρα από το καθαρά δογματικό επίπεδο, δηλ. την άποψη για το Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο, τίθεται το ερώτημα: αν υπάρχει ο Κρίσνα, ποιος είναι; Η διερεύνηση του σπουδαίου αυτού, για μας, ερωτήματος προϋποθέτει τη λεπτή επιστήμη της «διάκρισης των πνευμάτων», που έχει αναπτυχθεί στο έπακρο από τους ορθόδοξους διδασκάλους και μπορεί, ναι, να εξασκηθεί σε συνεργασία με τους ινδουιστές. Τι θα γινόταν, ας πούμε, αν ένας έμπειρος ορθόδοξος ασκητής –όχι ένας τυχαίος «πιστός»– έλεγε τη νοερά προσευχή κατά τη διάρκεια μιας μπάκτι λατρευτικής σύναξης; (Σημειωτέον ότι ένα τέτοιο πείραμα καταγράφεται στα πρώτα κεφάλαια της μελέτης του π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος, και τα αποτελέσματα δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά για τον ινδουισμό).
Μέχρι τότε, όπως θα έλεγαν οι ορθόδοξοι άγιοι, η διαφορά στην πίστη δε χρειάζεται να μας κάνει να αγνοούμε την εντολή της αγάπης: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. δευτέρα δε ομοία αυτή× αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Ματθ. 22, 35-40× πρβ. και Ρωμ. 13, 8-10).
Για μια συγκριτική μελέτη και αποτίμηση, από χριστιανικής πλευράς, του ινδουισμού και του χριστιανισμού, θα πρότεινα τα βιβλία:
π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος, Μορφή εκδοθήτω, … (Orthodoxy and the religion of the future, έκδ. St. Herman of Alaska Brotherhood, Platina, California, USA).
Διονυσίου Φαρασιώτη, Οι γκουρού, ο νέος και ο γέροντας Παΐσιος, Παναγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2002.
Σημειώσεις
[1] Βλ. Η Αυτού Θεία Χάρη Α. Τσ. Μπακτιβεντάντα Σουάμι Πραμπουπάντα, Η Μπαγκαβάντ Γκιτά όπως είναι (έκδοση με ερμηνευτικό υπόμνημα), επιμ. μτφρ. Τσιτράκα ντάσα μπραματσάρι (Κων. Πρίμης),Bhaktivedanta Book Trust 1980. Ο Α. Τσ. Μπακτιβεντάντα Σουάμι Πραμπουπάντα, γεν. 1896, είναι ιεραπόστολος του ινδουισμού στη δύση και ανήκει στη μπάκτι λατρεία βαϊσνάβα (λατρεία του θεού Βίσνου, ενσάρκωση του οποίου θεωρείται ο Κρίσνα). Είναι επίσης ιδρυτής και πνευματικός διδάσκαλος της Διεθνούς Ένωσης για τη Συνειδητοποίηση του Κρίσνα.
[2] Βλ. Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003, σελ. 135-136.
[3] Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία – πατερική θεραπευτική αγωγή, τ. 1, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), έκδ. η΄, 2004.
[4] Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ό.π., σελ. 87-88.
[5] Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Αστήρ, Αθήναι 1981, σελ. 24-25. Ο Σέρβος π. Ιουστίνος Πόποβιτς (1894-1979), καθηγητής του πανεπιστημίου Βελιγραδίου και ηγούμενος της μονής Τσέλιε, είναι ένας από τους σύγχρονους αγίους διδασκάλους της ορθόδοξης Εκκλησίας.
[6] Η «σωστή περιγραφή» του βασιλείου του Θεού από τον Κρίσνα δεν αποδεικνύει αυτονόητα ότι είναι ο Θεός. Όπως θα εξηγήσουμε στο τέλος της παρούσας εργασίας, οι χριστιανοί άγιοι έχουν αναπτύξει πολύ αυστηρά και λεπτά κριτήρια για την αξιοπιστία των πνευματικών βιωμάτων και τα κριτήρια αυτά είναι συνετό να λαμβάνονται υπόψιν, ακόμη και από μη χριστιανούς, τουλάχιστον για επαλήθευση.
[7] Ο σκοπός αυτός φαίνεται στο κοντάκιο της εορτής της Μεταμορφώσεως (6 Αυγούστου): «Ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι Συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα». Στον ορθόδοξο χριστιανισμό θεωρούμε ότι η υμνογραφία, ως έργο αγίων, εκφράζει με αυθεντικότητα την ερμηνεία της Αγίας Γραφής.
[8] Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ό.π., σελ. 443.
[9] Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία – πατερική θεραπευτική αγωγή, ό.π., σελ. 335. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί προτιμούν τις προσευχές που έχουν γράψει άγιοι (και περιλαμβάνονται στα εκκλησιαστικά βιβλία) παρά την αυθόρμητη αυτοσχέδια προσευχή. Η προτίμηση αυτή συμβάλλει στο να σωπαίνει ο νους και να προσεύχεται η καρδία, δηλ. ο χώρος συνάντησης του ανθρώπου με το Θεό κατά τους χριστιανούς αγίους. Φυσικά δεν αποκλείεται ούτε «απαγορεύεται» η αυτοσχέδια προσευχή του χριστιανού. Βλ. για το θέμα αυτό στο Ματθαίου ΓκάλλατινΔιψώντας για το Θεό σε μια χώρα με ρηχά πηγάδια, μτφρ. Δημ. Μαντζούρης, εκδ. «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος», Μήλεσι Αττικής 2006, σελ. 253-272.
[10] Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ό.π., σελ. 242-243.
Δώστε την υποστήριξη σας στην έρευνα κάνοντας LIKE.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου