28 Οκτωβρίου 1940



H Ιταλία κηρύσσει πόλεμο και προσβάλλει τα από Αλβανίας σύνορα της Ελλάδας. Συνάντηση Χίτλερ - Μουσσολίνι στη Φλωρεντία, τοπική ώρα 11.00. "Φύρερ, προελαύνουμε.." ήταν τα πρώτα λόγια του Μουσσολίνι.
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Επίσημη έναρξη του Πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως ελληνοιταλικογερμανικός πόλεμος.
Ο πόλεμος αυτός ήταν το αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία. Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, καθώς και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, όπως τη Σομαλιλάνδη, το καλοκαίρι του 1940, αλλά αυτές δεν ήταν επιτυχίες ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του Πρωθυπουργού (το περίφημο «όχι»), ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα.
  • Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ανεξάρτητα των όσων έχουν γραφεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα, ο πόλεμος αυτός δεν ήταν αιφνίδιος. Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925. Αλλά και από ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα όπως αναφέρονται παρακάτω, οδηγούσαν με απόλυτη ακρίβεια την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση κατά την οποία η Ελλάδα βρέθηκε τουλάχιστον έτοιμη να την αντιμετωπίσει.
Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας. Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλικόγερμανικό πόλεμο.
Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας.

Παραρτήματα

Διάγγελμα Πρωθυπουργού προς τον Ελληνικόν Λαόν.

28η Οκτωβρίου 1940
Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηρά ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Ελληνες, μου εξήτησε σήμερον την 3ης πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ίδιαν αυτής βούλησιν, και μου ανεκοίνωσεν ότι προς κατάληψιν αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζεν την 6η πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ' εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο, ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
Τώρα θα αποδείξωμεν εαν πράγματι έιμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Ολον το Εθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς παραδόσεις μας. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.
Ιωάννης Μεταξάς

Διάγγελμα της Α.Μ. του Βασιλέως προς τον Ελληνικόν Λαόν.

28η Οκτωβρίου 1940
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως σας ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Κατα την Μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος ότι κάθε Ελλην και κάθε Ελληνίς θα εκτελέσωσι το καθήκον των μέχρι τέλους και θα φανώσιν αντάξιοι της ενδόξου ημών ιστορίας.
Με πίστη εις τον Θεόν και εις τα πεπρωμένα της φυλής, το Εθνος σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι τελικής νίκης.
Γεώργιος Β'

Αποτέλεσμα εικόνας για Οχυρό Παλιουριώνες
“10 Απριλίου 1941"
Μετά τήν συνθηκολόγηση μέ τήν Γερμανία παραδίδονται τά οχυρά Παλιουριώνες* καί Ρούπελ*. Οί Γερμανοί εκφράζουν τόν θαυμασμό τους στούς Ελληνες στρατιώτες, δηλώνουν ότι αποτελεί τιμή καί υπερηφάνεια τό ότι είχαν σάν αντίπαλο έναν τέτοιο στρατό καί ζητούν από τόν Ελληνα διοικητή νά επιθεωρήσει τόν Γερμανικό στρατό ώς ένδειξη τιμής καί αναγνωρίσεως! Η Γερμανική Σημαία υψώνεται μόνο μετά τήν πλήρη αποχώρηση τού Ελληνικού Στρατού.
Ένας Γερμανός αξιωματικός τής αεροπορίας εδήλωσε στόν διοικητή τής ομάδος μεραρχιών Ανατολικής Μακεδονίας αντιστράτηγον Δέδε ότι ό Ελληνικός Στρατός ήταν ό πρώτος στρατός στόν οποίον τά στούκας δέν προκάλεσαν πανικό.
“Οι στρατιώται σας” είπε, ”αντί νά φεύγουν αλλόφρονες, όπως έκαναν είς τήν Γαλλία καί τήν Πολωνία, μας επυροβόλουν από τας θέσεις των.”

Οχυρό Ρούπελ
Το οχυρό Ρούπελ είναι το μεγαλύτερο συγκρότημα της οχυρωμένης τοποθεσίας κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων που έφερε το όνομα Γραμμή Μεταξά, με συνολικό ανάπτυγμα καταφυγίων 1.849 μέτρα και μήκος στοών 4.251 μέτρα. Το Ρούπελ, κατασκευασμένο στις δυτικές αντηρίδες του όρους Τσιγγέλι στον ποταμό Στρυμόνα , μαζί με το οχυρό Παλιουριώνες εξασφάλιζαν τη στενωπό Ρούπελ.

Χρονικό οχυρού Ρούπελ (6 - 9 Απριλίου 1941)
6 Απριλίου
H γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 05.15 της 6ης Απριλίου. Για τον κανονισμό των βολών πυροβολικού είχε μεταφερθεί στα βόρεια του Στρυμόνα ένα δέσμιο στη γη αερόστατο, η παρουσία του ήταν προκλητική καθώς η ελληνικές δυνάμεις στερούσαν από αεροπορική κάλυψη. Ελάχιστα λεπτά αργότερα άρχισαν οι επιθέσεις από αεροσκάφη στούκας, στόχος τους εκτός από το οχυρό ήταν και το Κέντρο Αντίστασης Καπίνας.
Η γερμανική επίθεση στα ανατολικά του Ρούπελ
Στα ανατολικά του αριστερού υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου έδρασαν τα τάγματα ΙΙ/125 & ΙΙΙ/125, όπου σύμφωνα με το σχέδιο της επίθεσης έπρεπε πρώτα να καταλάβουν το ύψωμα 350 στο διάκενο των οχυρών Ρούπελ-Καρατάς. Για να μην καταληφθεί το ύψωμα πολέμησαν, η διμοιρία του φυλακίου Κούλας, και του 3ου λόχου προκάλυψης. Το ΙΙ/125 τάγμα πλησίασε, στις 06.40, το ύψωμα 350 και το κατέλαβε με αιφνιδιαστική επίθεση, ακολουθούμενο από το ΙΙΙ/125.
Επίθεση του ΙΙΙ/125 γερμανικού τάγματος
Εκμεταλλευόμενοι τις πτυχώσεις του εδάφους, οι Γερμανοί έφθασαν σε απόσταση 200 μ. από τα έργα του οχυρού Ρούπελ. Οι υπερασπιστές του οχυρού μαζί με την βοήθεια του Καρατάς και του πυροβολικού κατάφεραν να αποκρούσουν και της τρεις επιθέσεις του τάγματος.
Διείσδυση του ΙΙ/125 γερμανικού τάγματος στα νώτα του Ρούπελ
Οι Γερμανοί του ΙΙ/125 τάγματος υποβλήθηκαν σε παρόμοιες δοκιμασίες, αλλά ήταν ο μόνος πραγματικός κίνδυνος για τις ελληνικές δυνάμεις καθ’όλοι την διάρκεια του αγώνα. Από τους 100 άντρες πέρασαν οι 60 με μια ομάδα βαρέων πολυβόλων και μια ομάδα διαβιβαστών. Οι υπόλοιποι λόχοι του τάγματος γνώρισαν την καταστροφή. Ο 5ος λόχος σχεδόν διαλύθηκε. Ο 8ος κατάφερε να περάσει το βράδυ της 6-7/4 και ενώθηκε με τα υπόλοιπα τμήματα το μεσημέρι της 7/4 με πολύ μεγάλες απώλειες.
7 Απριλίου
Την αυγή του 7ης Απριλίου συγκροτήθηκαν τρεις περίπολοι του Ρούπελ με αποστολή την εκκαθάριση της περιοχής από τους εχθρούς και την αποκατάσταση της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Αποτέλεσμα αυτής της περιπολίας ήταν η σύλληψη 14 αιχμαλώτων με 3 συσκευές ασυρμάτου και 2 όλμους. Επίσης δεν έλειψαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, μάλιστα στις 7 και 8 Απριλίου, τα στούκας χρησιμοποίησαν βόμβες 500 κιλών. Η υποχώρηση των Γερμανών και οι μικρές απόλυες των Ελλήνων υπερασπιστών ανύψωσαν το ηθικό των Ελλήνων. Ο Παπακωνσταντίνου σημειώνει χαρακτηριστικά: "Το ηθικόν των στρατιωτών υπέροχον. Τους βομβαρδισμούς και την κόλασιν πυρός υποδέχοντο με ζητωκραυγάς".
Αγώνες εναντίον των Γερμανών στα νώτα του Ρούπελ.
Η παρουσία των Γερμανών στα νότια του οχυρού Ρούπελ απασχόλησε τις ελληνικές δυνάμεις. Η διμοιρία αρμάτων που θα ενεργούσε με το απόσπασμα του Παπαχατζή δεν χρησιμοποιήθηκε λόγω εδαφικών δυσχερειών. Εναντίων των Γερμανών που είχαν καταλάβει το παρατηρητήριο της 7ης πυροβολαρχίας στο ύψωμα Τεπελάρ κινήθηκαν δύο διμοιρίες του 3ου λόχου υπό των Νιάνου και Παπαχατζή υπό τον ανθυπολοχαγού Καρατζά. Μετά από ολοήμερη μάχη, οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να απωθήσουν τους Γερμανούς στο ύψωμα Γκολιαμά ανάμεσα στο χωριό Κλειδί και το λόφο Λουτρών.
8 Απριλίου
Στις 6:00 το πρωί της 8ης Απριλίου το οχυρό Ρούπελ δέχτηκε νέο σφοδρό βομβαρδισμό από την αεροπορία και το πυροβολικό, που συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Οι Γερμανοί του ΙΙΙ/125 τάγματος ετοιμάστηκαν για νέα επίθεση με τρεις ομάδες εδάφους και μία διμοιρία σκαπανέων. Για το σκοπό αυτό ενισχύθηκε με δύο διμοιρίες του 13ου και 14ου λόχου.Οι απώλειες του οχυρού την ημέρα αυτή ήταν ένας νεκρός και τέσσερις τραυματίες οπλίτες ενώ οι υλικές ήταν ελάχιστες. Σημαντικές, αντίθετα, ήταν οι απώλειες του εχθρού. Ενέργειες για την εξουδετέρωση των Γερμανών στα νώτα του Ρούπελ. Πιο σοβαρή ήταν η κατάσταση στα νότια του οχυρού αφού το ΙΙ/125 τάγμα ενισχύθηκε από την κάθοδο των γερμανών δυνάμεων της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στα δυτικά του Στρυμόνα.
Η κατάσταση χειροτέρεψε για την ελληνική πλευρά γιατί η Ομάδα Μεραρχιών διέταξε τα τάγματα του 41 Συντάγματος Πεζικού να επιστρέψουν στης αρχικές τους θέσεις μάχης. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη καθώς η επόμενη προγραμματισμένη ενέργεια ήταν η διάβαση του Στρυμόνα από την 5η Ορεινή Μεραρχία.
9 Απριλίου
Το οχυρό Ρούπελ υπέστη βομβαρδισμούς πυροβολικού και αεροπορίας και την ημέρα αυτή. Μέχρι το μεσημέρι οι βομβαρδισμοί ήταν μικρής έντασης αλλά από τις 14:00 μετατράπηκαν σε σφοδρούς. Στις 12:30, όμως, όταν επρόκειτο να εφορμήσουν τα τμήματα κρούσης, το ελληνικό πυροβολικό εξαπέλυσε στους χώρους εξόρμησης το φονικό πυρ και προκλήθηκαν πολλές και βαριές απόλυες στους Γερμανούς. Μετά από αυτό τα γερμανικά τμήματα άρχισαν να οπισθοχωρούν. Οι απόλυες του οχυρού ήταν πέντε νεκροί και έντεκα τραυματίες. Στις 17:00 προσήλθαν Γερμανοί κήρυκες για να γνωστοποιήσουν την συνθηκολόγηση του ΤΣΑΜ ζητώντας την παράδοση του οχυρού.
Ο διοικητής του, Ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος απάντησε ότι τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται και ότι θα συνεχίσει τον αγώνα στερούμενος άλλων διαταγών. Ο κήρυκας διαβεβαίωσε στην στρατιωτική του τιμή ότι δεν επρόκειτο για απάτη και όρισε συνάντηση για την 6:00 της επόμενης 10/4. Το οχυρό επικοινώνησε με τη Μεραρχία όπου κοινοποίησε την συνθηκολόγηση. Η αντίδραση των ανδρών του οχυρού ήταν ότι ο αγώνας έπρεπε να συνεχιστή. Την επομένη 10 Απριλίου 1941 έλαβε χώρα η παράδοση του οχυρού. Τα γερμανικά τμήματα "μας εσεβάσθησαν και μας ετίμησαν", σύμφωνα με την έκθεση Πλευράκη. Έξω από το οχυρό ήταν παραταγμένο γερμανικό τμήμα και απέδωσαν τιμές. Ο εντεταλμένος για την παραλαβή του οχυρού Γερμανός αξιωματικός συγχάρηκε τον διοικητή του, Ταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο, διαβεβαιώνοντας τα συγχαρητήρια και το θαυμασμό των ανωτέρων του. Τόνισε μάλιστα ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσον ηρωικό στρατό. Σχετικά με τις απόλυες των εμπολέμων στον αριστερό υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου, ο Πλευράκης σημειώνει στην έκθεση του: "Αι απώλειαι ασήμαντοι έναντι τοιούτου αγώνος ώστε περιορισθεί σε 4 νεκρούς αξιωματικούς και 40 άνδρες τραυματίες 2 αξιωματικοί και 150 άνδρες. Απεναντίας του αντιπάλου βαρύτατε ως μαρτυρούν τα υπάρχοντα νεκροταφεία και ας αποσιωπώ δια λόγους σκοπιμότητος".

Οχυρό Παλιουριώνες
Το οχυρό βρισκόταν βορειοανατολικά της κωμόπολης Νέο Πετρίτσι Σερρών.
Οι οχυρώσεις του αποτελούνταν από τρία συγκροτήματα και δύο μεμονωμένα πολυβολεία, με υπόγειες στοές που έφταναν τα 1762 μέτρα. Τα επιφανειακά του έργα ήταν, 4 απλά και 6 διπλά πολυβολεία, 2 σύνθετα πολυβολεία-παρατηρητήρια, 1 σύνθετο πολυβολείο-αντιαρματικό πυροβολείο, 1 σύνθετο πολυβολείο-βομβιδοβολείο, 1 αντιαεροπορικό πολυβολείο, 1 αντιαρματικό πυροβολείο, 1 μονό και 1 διπλό ολμοβολείο, 3 πολυβολεία πλαγιοφύλαξης, 7 παρατηρητήρια, 2 σταθμούς οπτικού, 4 απλές εξόδους, 1 έξοδος με πολυβόλο και 1 εξόδος με παρατηρητήριο και βομβιδοβολείο.
Ο οπλισμός του αποτελείτο από 2 πυροβόλα των 75mm, 1 αντιαεροπορικό των 20mm, 2 αντιαρματικά των 37mm, 3 όλμους των 81mm, 31 πολυβόλα, 16 οπλοπολυβόλα, 35 βομβιδοβόλα και επανδρώνονταν από 15 αξιωματικούς και 585 υπαξιωματικούς και οπλίτες.

ΠΗΓΗ

Δώστε την υποστήριξη σας στην έρευνα κάνοντας LIKE.

Share:

Η μεγάλη διήμερη μάχη και η απελευθέρωση των Γιαννιτσών (19 - 20 Οκτωβρίου 1912)



Μετά την μεγάλη νίκη του Ελληνικού στρατού στο Σαραντάπορο και την απελευθέρωση των Σερβίων, της Κοζάνης και της Κατερίνης το σύνολο των Ελληνικών μεραρχιών (ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV, V, VI, VII) κινούνταν προς τα Γιαννιτσά με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη. Ο Τουρκικός στρατός βρισκόταν σε συνεχή υποχώρηση, ενώ το ηθικό του ήταν στο κατώτατο όριο λόγω των συνεχών ηττών και του υπερδιπλάσιου εχθρού που προήλαυνε νικηφόρα.


Το Γενικό επιτελείο και ο Αρχιστράτηγος του Ελληνικού στρατού Διάδοχος Κωνσταντίνος θεωρούσαν πως ο Χασάν Ταξίν Πασάς και ο Τουρκικός στρατός θα σταματούσε να πολεμήσει στις όχθες του Αξιού ποταμού οχυρώνοντας την τοποθεσία αυτή που έμοιαζε ιδανική για άμυνα. Έτσι στις διαταγές που εκδόθηκαν από το Γενικό Επιτελείο στις 18 Οκτωβρίου προβλεπόταν η κατάληψη των Γιαννιτσών την επόμενη ημέρα, ενώ οριζόταν η πόλη και ως έδρα του στρατηγείου. Αυτό σήμαινε πως η μάχη που ακολούθησε στις παρυφές της πόλης των Γιαννιτσών δεν είχε προβλεφθεί και αυτό είχε μια αρνητική επίπτωση στην προετοιμασία (υλική και ψυχολογική) των Ελληνικών μονάδων.

Οι Τούρκοι ενισχύθηκαν με την 14η μεραρχία Σερρών και παρέταξαν στο πεδίο της μάχης 25.000 άνδρες και περίπου 30 πυροβόλα. Η τοποθεσία που επιλέχθηκε από τον Τούρκο στρατηγό για την άμυνα βρισκόταν δυτικά της πόλης και στηριζόταν από δεξιά σε δύσβατα υψώματα και στα αριστερά από την λίμνη των Γιαννιτσών. Το έδαφος ήταν ελώδες και πεδινό, αλλά το χειρότερο ήταν πως πιθανή αποτυχία του Τουρκικού στρατού θα επέφερε την διάλυση του καθώς όπισθεν του βρισκόταν ο Αξιός ποταμός. Εκεί αποφάσισε ο Ταξίν Πασάς να σταθεί και να πολεμήσει υπερασπίζοντας και τα Γιαννιτσά που ήταν ιερή πόλη για τους Μουσουλμάνους.

Την πρώτη επαφή με τον εχθρό έκαναν οι προφυλακές της ΙΙ και ΙΙΙ Μεραρχίας βορειοδυτικά της κύριας αμυντικής τοποθεσίας, οι οποίες όμως ανέτρεψαν εύκολα τους αμυνόμενους που συμπτύχθηκαν στην κύρια τοποθεσία άμυνας. Το μεσημέρι της 19ης Οκτωβρίου οι κύριες δυνάμεις των Ελλήνων συγκεντρώνονταν ενώπιον της κύριας τοποθεσίας υπό τα πυκνά πυρά του Τουρκικού πυροβολικού. Η ΙΙΙ μεραρχία είχε καταφέρει να καταλάβει άθικτη την γέφυρα του ποταμού Ασπροποτάμου, αλλά η διάβαση της από τα υπόλοιπα τμήματα της ΙΙ μεραρχίας γινόταν αργά λόγω του αντίπαλου πυροβολικού.



Το Γενικό Στρατηγείο λαμβάνοντας ενημέρωση για την διαμορφωθείσα κατάσταση εξέδωσε νέες διαταγές με τις οποίες διέταζε γενική επίθεση σε όλο το μήκος της τοποθεσίας, καθώς καμία κυκλωτική ενέρεια δεν ήταν δυνατή. Το κύριο βάρος της επίθεσης στο βόρειο άκρο της Τουρκικής 
άμυνας ανέλαβε η ΙV μεραρχία που επιτέθηκε και με τα τρία συνταγματα της (8ο, 9ο 11ο) για να καταλάβει το χωριό Πενταπλάτανο. Μετά της 16.00 ο αγώνας έγινε σκληρότερος με τους Τούρκους να 
Η μάχη των Γιαννιτσών (χάρτης του ΓΕΣ/ΔΙΣ)
υποχωρούν αργά, αμυνόμενοι με πυκνά πυρά πεζικού  και πυροβολικού στα επελαύνοντα 3 Ελληνικά Συντάγματα. Άλλη όμως σημαντική εξέλιξη ήταν η προέλαση της VI μεραρχίας που ανέτρεψε τις Τουρκικές θέσεις με διαδοχικές επιθέσεις και συντάχθηκε αργά το βράδυ στο άκρο αριστερό άκρο της ΙV μεραρχίας.

Οι βραδυνές ώρες διέκοψαν την μάχη με τις ΙΙ και ΙΙΙ μεραρχίες να έχουν διαβεί τον Ασπροπόταμο και να είναι έτοιμες για την τελική προέλαση και με τα τρια Συντάγματα της ΙV μεραρχίας και τμήμα της VI μεραρχίας να έχουν καταλάβει τμήμα της βόρειας αμυντικής τοποθεσίας και να βρίσκονται σε στενή επαφή με τον εχθρό. Οι στρατιώτες των τριών συνταγμάτων διανυκτέρευσαν υπό συνεχή βροχή και τσουχτερό κρύο, νηστικοί και κατάκοποι. Ο Αγώνας της επομένης θα αποδεικνυόταν σκληρότερος.

Με το πρώτο φως της ημέρας το 9ο τάγμα ευζώνων της VI μεραρχίας υπό τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο επιτέθηκε ακάλυπτο κατά των Τουρκικών θέσεων με εφ΄όπλου λόγχη με 
Μάχη των Γιαννιτσών
την σημαία μπροστά και την την πολεμική σάλπιγγα να σημαίνει "προχωρείτε, προχωρείτε". Η επίθεση ήταν τόσο ορμητική που όχι μόνο ανέτρεψε την Τουρκική αντίσταση αλλά συνέλαβε άθικτη και μια ολόκληρη Τουρκική πυροβολαρχία που βρισκόταν ταγμένη στο νεκροταφείο του χωριού και δεν πρόλαβε να υποχωρήσει.

Αλλά την κύρια νίκη την κατέκτησε η ΙV μεραρχία με μια θυελλώδη προέλαση των Συνταγμάτων της. Στις 6.30 τα τρία συντάγματα της ξεκίνησαν την επίθεση στηριζόμενα και από το φίλιο πυροβολικό που είχε αναπτυχθεί το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας. Η δυσκολία της μάχης ήταν αυξημένη για τον πρόσθετο λόγο ότι στο συγκεκριμένο σημείο οι επιτιθέμενοι δεν διέθεταν αριθμητική υπεροχή. Η επίθεση εξελίχθηκε ραγδαία με τα συντάγματα να κερδίζουν συνεχώς έδαφος και να πλησιάζουν τα Τουρκικά χαρακώματα προελαύνοντας υπό το δραστικό πυρ του Τουρκικού πυροβολικού από τα γύρω υψώματα. Ταυτόχρονα και η ΙΙ και ΙΙΙ μεραρχία πίεζαν τους Τούρκους στον τομέα τους και τους είχαν εξαναγκάσει σε αναδίπλωση και συνεχή υποχώρηση.

Ο Τούρκος (Αλβανικής καταγωγής) στρατηγός αντιλαμβανόταν ότι οι δυνάμεις του παρά τις 

Χασάν Ταχσίν Πασάς
προσπάθειες τους είχαν χάσει έδαφος και είχαν κλονιστεί. Ο σοβαρότερος όμως κίνδυνος για τους Τούρκους προερχόταν από την απρόσμενη προέλαση της VI μεραρχίας με το 9ο τάγμα του οποίου η επιτυχία και η εισχώρηση στα βόρεια της τοποθεσίας απειλούσε με κύκλωση και αιχμαλωσία ολόκληρη την Τουρκική στρατιά. Υπό τον κίνδυνο αυτό ο Ταξίν Πασάς διέταξε υποχώρηση που σύντομα πήρε την διάσταση της πανικόβλητης φυγής που διεξήχθη με μεγάλη δυσκολία λόγω της συνεχούς βροχής και της λάσπης. Ο κύριος όγκος του Τουρκικού στρατιωτικού υλικού έπεσε λάφυρο στα χέρια των νικητών Ελλήνων, ενώ οι υποχωρούσες Τουρκικές μονάδες βρίσκονταν σε διάλυση.Υπήρξαν 3000 αιχμάλωτοι Τούρκοι στρατιώτες, 25 πυροβόλα από τα 30, και 2 πολεμικές σημαίες. . 

Το Γενικό Στρατηγείο διέταξε της Ι μεραρχία να καταδιώξει και να διαλύσει τον εχθρό, όμως αυτό δεν έγινε καθώς λόγω της γρήγορης προέλασης των Ελλήνων οι μονάδες είχαν μπερδευτεί μεταξύ τους μέσα στην πόλη των Γιαννιτσών και έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Οι απώλειες των Ελλήνων στην διήμερη αυτή μάχη ήταν 188 νεκροί (ανάμεσα τους 10 αξιωματικοί) και 756 τραυματίες (ανάμεσα τους 29 αξιωματικοί).

Η μάχη των Γιαννιτσών

Τα πρώτα τμήματα που μπήκαν στην πόλη των Γιαννιτσών, από το δρόμο της Αξού ήταν της δεύτερης 
μεραρχίας με τον Μέραρχο Καλάρη. Γύρω στις 11 π.μ. από τον ίδιο δρόμο μπαίνει και ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος με το Επιτελείο του. Δημογέροντες της Ελληνικής κοινότητας και πλήθος κόσμου, τους υποδέχονταν μέσα σε παραλήρημα χαράς και ζητωκραυγών, στην οδό Χατζηδημητρίου, στο ύψος της νέας αγοράς. Επακολούθησε νεκρώσιμη ακολουθία στο Ναό της Παναγίας, για τους νεκρούς στρατιώτες. Κατόπιν άρχισε μεγάλη Δοξολογία μπροστά σε αξιωματικούς, στρατιώτες και κατοίκους της πόλης. 
Η εικόνα των ηττημένων Τούρκων στρατιωτών που ξεχύθηκαν στους λασπωμένους δρόμους προς την Θεσσαλονίκη ήταν φρικτή. Ένας πολεμικός ανταποκριτής των “ΤΑΙΜΣ” ο Κρώφορντ Πράϊς γράφει: “είδα πολλά άξια λόγου θέματα στη Μακεδονία, αλλά κανένα απ’αυτά τόσο σπαρακτικό και τόσο τρομερό, όσο η υποχώρηση του Ταξίν, την επόμενη της μάχης των Γιαννιτσών”. 

Επίλογος 

Η πολύ σημαντική αυτή νίκη συνέτριψε τους Τούρκους, άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για την Θεσσαλονίκη και εξασφάλισε την τελική νίκη στον Ά Βαλκανικό πόλεμο για τα Ελληνικά όπλα. Αιχμή της ηρωικής επίθεσης της ΙV μεραρχίας που περιγράψαμε αποτέλεσε το 9ο Σύνταγμα πεζικού που είχε τότε (όπως και σήμερα) την έδρα του στην Καλαμάτα. Λόγω της ανδραγαθίας του αυτής, το 9ο Σύνταγμα πεζικού που είναι πλέον σήμερα κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων οπλιτών, αποκαλείται τιμητικά "Γιαννιτσά" μέχρι και τις ημέρες μας.

Ι. Β. Δ.

Πηγές

Γενικό Επιτελείο Στρατού, Ο Ελληνικός στρατός στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, εκδόσεις ΔΙΣ

Βασίλειος Αναστασόπουλος, Α΄ Βαλκανικός πόλεμος - Η μεγάλη εξόρμηση, εκδόσεις Περισκόπιο

Παντελής Καρύκας, Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, πολεμικές μονογραφίες

Θ. Πάγκαλος, απομνημονεύματα, εκδόσεις Αετός

Κρώφορδ Πράις, Βαλκανικοί Αγώνες, εκδόσεις "Εκάτη"


ΠΗΓΗ

Δώστε την υποστήριξη σας στην έρευνα κάνοντας LIKE.

Share:

Η απελευθέρωση της Βέροιας 16 Οκτωβρίου 1912. Αυτόπτες μάρτυρες διηγούνται





Από βραδύς είχαν φτάσει τα μαντάτα στη Βέροια. Όπου να ‘ναι μπαίνει ο ελληνικός στρατός στην πόλη ελευθερωτής και νικηφόρος. Έλληνες και Τούρκοι σε μεγάλη αναστάτωση, διλήμματα, φόβος και προσμονή.

Τούρκοι φορτώνουν την πραμάτεια τους και προσπαθούν να φύγουν. Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός γεμίζει από απελπισμένους ανθρώπους που αφήνουν τα σπίτια όπου γεννήθηκαν και παίρνουν τους δρόμους της φυγής.

Βεροιωτάδες φίλοι τους προσπαθούν να τους πείσουν ότι δεν κινδυνεύουν, πως δεν πρέπει να φύγουν. Τόσα χρόνια έζησαν μαζί, κι αν δημιουργούνταν εντάσεις δεν έφταιγε ο λαός. Αυτοί που ήταν ψηλά, που διοικούσαν, που αποφάσιζαν, που εφάρμοζαν, έφταιγαν.

Και τώρα το άπιαστο όνειρο για λευτεριά γίνεται σκληρή πραγματικότητα. Πρέπει να το αντιμετωπίσουν. Και το έκαναν. Ο καθένας με τον τρόπο του και για τους δικούς του λόγους.
Έλληνες και Τούρκοι Προύχοντες με τη συμμετοχή του Μητροπολίτη Καλλίνικου και του Τούρκου Δημάρχου Αλή Χαλίλ Βέη πραγματοποιούν σύσκεψη στη Μητρόπολη και αποφασίζουν να αλληλοπροστατευτούν. Να μην αλλάξει η πόλη, να μη γίνουν βανδαλισμοί και σφαγές, παρά μόνο να νιώσουν τον αέρα της λευτεριάς και να βοηθηθούν μεταξύ τους, όπως έμαθαν να κάνουν απ΄ τη μέρα που γεννήθηκαν

. Όχι ότι δεν υπήρχαν ακραίες συμπεριφορές από την πλευρά των κατακτητών. Ήταν όμως περιορισμένες. Μόνο μετά την ατυχή κατάληξη της επανάστασης του 1878 είχαν χειροτερέψει τα πράγματα. Είχαν αγριέψει. Γι αυτό η ανάγκη για λευτεριά ήταν ακόμα πιο μεγάλη, όπως και οι ελπίδες που ποτέ δεν έσβησαν μα κρυφόκαιγαν και περνούσαν από γενιά σε γενιά στο μυαλό και την καρδιά τους. Έπρεπε όμως οι απλοί άνθρωποι να προστατέψουν τους φίλους και γείτονες. Οι δε προύχοντες την περιουσία τους και τα οφίτσιά τους.
Έτσι η πόλη το αξέχαστο μεσημέρι της Τρίτης 16 Οκτωβρίου παραδίδεται αναίμακτα και κατόπιν συμφωνίας στα χέρια των Ελλήνων


Επτά ελληνικές μεραρχίες με περίπου 100.000 άντρες και αρχιστράτηγο το διάδοχο Κωνσταντίνο, ξεχύθηκαν στη Μακεδονία. Την 5η Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε τις επιχειρήσεις του, με την κατάληψη των τουρκικών συνοριακών φυλακίων, αντιμετωπίζοντας συνολικά μικρή αντίσταση.
Τα νέα διαδίδονται με ενθουσιασμό. Ο λαός ανυπομονεί και περιμένει ώρα την ώρα την απελευθέρωση. Ονειρεύονται την Ελληνική σημαία να κυματίζει στα σπίτια τους, περιμένουν και αισιοδοξούν.

Η προέλαση του ελληνικού στρατού συνεχίζεται, αναγκάζοντας τους Τούρκους να εγκαταλείψουν τα υψώματα της Ελασσόνας (6 Οκτωβρίου) και να αμυνθούν στα στενά του Σαρανταπόρου.

Μετά από διήμερη μάχη στις 9 και 10 Οκτωβρίου και παρά τις πολλές απώλειες (182 νεκροί, περίπου 1.000 τραυματίες), ο ελληνικός στρατός κατάφερε να καταλάβει το Σαραντάπορο, αναγκάζοντας τους εχθρούς σε οπισθοχώρηση και άτακτη φυγή. Η πρώτη σημαντική ελληνική νίκη είχε επιτευχθεί και ήταν ορόσημο, γιατί άνοιγε το δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οι Τούρκοι άρχισαν να υποχωρούν και οι Έλληνες να προελαύνουν: Κατερίνη, Γρεβενά, Σιάτιστα, Κοζάνη.

Ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει με το στρατό του βόρεια προς το Μοναστήρι, το οποίο έπρεπε κατά την άποψή του να καταλάβει για λόγους στρατηγικής. Την ίδια ώρα, οι Βούλγαροι συνέχιζαν την προέλασή τους προς τη Θεσσαλονίκη δείχνοντας πόσο τους ενδιέφερε η κατάκτησή της. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βλέποντας πως η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει την πιο σημαντική πόλη της Μακεδονίας, διέταξε τον Κωνσταντίνο να αλλάξει πορεία και να προλάβει τους Βούλγαρους. Ο ελληνικός στρατός έπρεπε να μπει πρώτος στη Θεσσαλονίκη. Έτσι κατευθύνεται ανατολικά.

ΑΝΕΜΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ


Την Τρίτη 16 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός είχε φτάσει στα υψώματα της Καστανιάς και στρατοπέδευσε εκεί, περιμένοντας πως και πως τη διαταγή να μπει στην πόλη.
Όπως περιγράφει ο Στράτος Κτεναβέας (στο βιβλίο του «Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, μακεδονική εκστρατεία, Αθήναι, α.ε.ε., σελ 70-83). Σ.Σ αναδημοσίευση από το περιοδικό «Νιάουστα»1986 τόμος Ε, τεύχη 35-36 από την ομιλία του Ιστορικού Γ.Χ. Χιονίδη στην Εληά με τη φροντίδα του Ροταριανού Ομίλου και τίτλο «Η απελευθέρωση της Βέροιας και της Νάουσας σύμφωνα με τις αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων» σελ 56-60 και 108-117 αντίστοιχα).

«Οι άνδρες της Μεραρχίας μας εις τους καταυλισμούς των επεδίδοντο εις την καθαριότητα και την περιποίησήν των. Τα μαγειρεία διετάχθηκαν να παρασκευάσουν φαγητόν, εξαιρετικόν πλέον, αγελάδα στιφάδο, το οποίον είναι το εκλεκτότερον φαγί του στρατού».

Σε άλλο σημείο περιγράφει την είσοδο του στρατού στην πόλη γράφοντας «Το απόγευμα της 16ης Οκτωβρίου η Μεραρχία ευρίσκεται κατηυλισμένη έξω της πόλεως Βέροιας. Το ένα μετά το άλλο τα συντάγματα, συγκεντρούμενα, καταυλίζονται εις ορισθέν δι΄ έκαστον σημείον Το 8ον, κατελθόν πρώτον εις την πόλιν, εισέρχεται εις αυτήν. Το τρίτον τάγμα του συντάγματος αυτού προηγείται, ο ενδέκατος δε λόχος του Χρυσομάλλη, αναλαμβάνει την φρούρησιν της πόλεως. Πρώτος, προηγούμενος, εισήλθε ο 9ος λόχος του Λυμπεροπούλου. Ριφθείς κατ΄ευθείαν από τα άνωθεν προ της πόλεως υψώματα, ευρέθη εντός αυτής, προς την Τουρκικήν συνοικίαν.

Εις την είσοδον της πόλεως, προ του ωρολογίου, το οποίον υψούται επό βάσεων αρχαίων τειχών, εις ύψος προφανώς υπέρ τα 20 μέτρα, έχουν συγκεντρωθεί Τούρκοι πρόκριτοι με τους χοντζάδες τους. Μας χαιρετούν, πλησιάζοντες τον λοχαγόν, εις τον οποίον προσπαθούν, δια των παρευρεθέντων χριστιανών, να εξηγήσουν ότι εδήλωσαν υποταγήν και είναι σύμφωνοι με τους χριστιανούς κατοίκους της πόλεως. Ένας τουρκομαθής στρατιώτης μας, συνεννοείται με τους Τούρκους, οι οποίοι, με εκδηλώσεις χαράς και ενθουσιασμού, μας υποδέχονται.

Μετ΄ολίγον δε, όταν εισήλθεν ο Μέραρχος με το Επιτελείον του, ωδήγησαν αυτόν οι πρόκριτοι εις το Διοικητήριον. Διερμηνεύοντος του Μητροπολίτου ηυχαρίστησεν ο Μέραρχος τους μπέηδες και τους εβεβαίωσεν ότι πλήρης ασφάλεια θα επικρατήση, παν δε παράπτωμα, και το ελάχιστον, να το καταγγέλουν και ας είναι βέβαιοι ότι η τιμωρία θα είναι αυστηρά.




Αι χανούμισσαι, κατά την συγκέντρωσιν εις την αρχήν της πόλεως των στρατιωτών μας, δειλά, με πάσαν προφύλαξιν, κυττούν από τα δικτυωτά παράθυρα τους απίστους, οι οποίοι με τον θόρυβόν τους τας απέσπασαν από τα θέλγητρα της ησυχίας των. Μόλις αντιλαμβάνονται τους απίστους να προσέχουν, αποσύρονται, αποκρύπτονται.

Ανησυχούν τα τουρκικά ουρί προφανώς περί της τύχης των. Αλλά ταχέως επείσθησαν περί της ασφαλείας των.
Οι στρατιώται είναι ανυπόμονοι να μάθουν αν θα βρουν φαγί. Μόνον νερό δεν εζητούσαν οι στρατιώται, διότι είχον πλέον χορτάσει εις τα πέριξ της πόλεως. Έτρεχαν πλούσια νερά από όλας τας διευθύνσεις. Τα άφθονα και γευστικά νερά αυτά επότιζον και εγονιμοποίουν το έδαφος της πόλεως, η οποία περιεκλείετο από πλουσίαν φυτείαν».

Στη συνέχεια περιγράφει την πείνα των στρατιωτών και την αγωνία, αν τα τρόφιμα και άλλα προϊόντα που είχαν ανάγκη και πωλούνταν στα μαγαζιά της Βέροιας, θα έφταναν για όλους, καθώς «είχαν δε και την ημέραν αυτήν, τοσαύτην πείναν, ώστε πολλοί έπεφταν στο δρόμο εξ αδυναμίας να βαδίσουν. Οι περισσότεροι επρόφθασαν και έκαναν γενναίας προμηθείας, εις τροφάς και ποτά. Ψωμί δε και άλλα τρόφιμα επρομήθευον και τα σπίτια τα χριστιανικά, αλλά και τα εβραϊκά και τα τουρκικά, μη δεχόμενα πληρωμήν».

Συνθέτοντας τις περιγραφές των τεσσάρων αυτοπτών μαρτύρων ( Θόδωρος Πάγκαλος, Στράτος Κτεναβέας, Σπύρος Μελάς και Κωνσταντίνος Λιναρδάτος), αναφέρει ο Γ.Χ. Χιονίδης στην ομιλία του « όταν λοιπόν μπήκε στην πόλη ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός, ο ανήσυχος και ζωντανός ίλαρχος Μάνος, που το ίδιο έκαμε και σε άλλες πόλεις, όλος ο λαός τον υποδέχτηκε, ενώ πολλοί Βεροιώτες είχαν βγει προς τις δυτικές εισόδους της πόλεως για να προϋπαντήσουν τους απελευθερωτές. Οι
Έλληνες, βέβαια, παραληρούσαν από χαρά, πετούσαν τα φέσια τους και έκλαιγαν, ψάλλοντας ή αναφωνώντας «Χριστός Ανέστη»!!, όμως δεν υστερούσαν, με δηλώσεις υποταγής, και οι Τούρκοι κάτοικοι της πόλεως, ιδιαίτερα οι προύχοντες (μπέηδες) και ο εβραϊκός πληθυσμός, άσχετα ποια ήσαν τα αληθινά συναισθήματά τους, που τα φώλιαζαν κρυφά στις καρδιές τους».

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΑΝΑΙΜΑΚΤΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ

Στο σημείο αυτό ας δούμε πως περιγράφει αυτολεξεί την κατάσταση ο Σπύρος Μελάς στο βιβλίο του «Οι πόλεμοι 1912-1913», (Αθήνα, 1958, σελ. 127-134), στο οποίο αναφέρεται εκτενώς στα συναισθήματα, αλλά και στις συμπεριφορές που υιοθετούν οι άνθρωποι μπροστά στο φόβο απώλειας της ζωής ή της περιουσίας των.

«Όσο προχωρούσαμε ύστερα πάνω στο μαίανδρο της κατηφοριάς για την πολιτεία, πρόβαλαν μια-μια οι λεπτομέρειές της, οι γελαστοί μπαξέδες των αρχοντικών σπιτιών, τα τζαμά της, το δάσος των μιναρέδων, που τους συναγωνιζότανε στο ύψος με το καμπαναριό της η Ελληνική μητρόπολη, με τ' άσπρα τόξα της γεμάτα γαλάζιο ουρανό, τ' άφθονα κρεμάμενα νερά, οι άπειροι μικροί καταρράκτες, που ο ευχάριστος σάλαγός τους ακουγότανε από μακριά, τα γεμάτα μυστήριο καφάσια, όταν μπαίναμε στην πολιτεία, τόσα και τόσα ζευγάρια τρυφερά μάτια, που κάτω από τη μυστική γοητεία τους οι άντρες πήραν το πιο αρειμάνιο ύφος, οι σαλπιγκτές ανακάλυψαν το πιο φαιδρό εμβατήριο, τ' άλογα το πιο περήφανο βήμα και τη φάλαγγα ολάκερη συνεπήρε το ηδονικό ανατρίχιασμα του θριάμβου.

Από τα μπαλκόνια οι Ελληνίδες δακρυσμένες, μας έραιναν με λουλούδια, με κοφέτα, με ρύζι, σα γαμπρούς, και οι άντρες μαζεμένοι εδώ κι εκεί, στα σταυροδρόμια, έσκιζαν τα φέσια τους και ζητωκραύγαζαν. Η κεφαλή της φάλαγγας με τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο, τους πρίγκιπες και τους αξιωματικούς του επιτελείου, ξεσήκωνε φρενιασμένη θύελλα ενθουσιασμού. Φιλούσαν τις μπότες τους, τ? άλογά τους, ό,τι μπορούσαν να ζυγώσουν. Οι πρίγκιπες κι οι αξιωματικοί του επιτελείου για να δείξουν τη χαρά τους, αντί για λοφία είχανε βάλει στα πηλήκιά τους κάτι κίτρινα αγριολούλουδα, που είχανε κόψει στο πεδίο των επιχειρήσεων.

Αν εξαιρούσε κανείς αυτά όλα, η Βέροια είχε τη συνηθισμένη καθημερινή της όψη. Έμεινε σχεδόν ανέγγιχτη, γιατί δε μεσολάβησε πολύς χρόνος από τη στιγμή πούφυγε ο τούρκικος στρατός ώσπου μπήκε ο δικός μας. Όταν έφτανε ο Μάνος, κατά τις οχτώ, στην πλατεία του Διοικητηρίου, όπου τον πρόσμεναν συνταγμένοι σαν στρατιώτες, ο Μητροπολίτης, οι Έλληνες πρόκριτοι και οι Τούρκοι μπέηδες, ακουγόντανε ακόμα τα σφυρίγματα του τραίνου, πούφευγε με το τελευταίο τούρκικο τάγμα.

Οι πλούσιοι μπέηδες, από το άλλο μέρος, ήτανε τύποι μάλλον διεθνείς, όπως όλοι όσοι αισθάνονται βαριά την τσέπη τους. Το συμφέρον αυτό, μονάχα, κανόνιζε κάθε φορά τα δημόσια φρονήματα και τα πολιτικά αισθήματά τους.

Οι μπέηδες, λοιπόν, με τη λεπτή εκείνη όσφρηση που έχουν σ' αυτές τις περιστάσεις οι όμοιοί τους, είχανε νιώσει από μέρες τη θέση των πραγμάτων και, καθώς είχανε διδαχτεί πολλά από όσα είχανε φυγε ο τούρκικος στρατός, είχανε πετύχει να καταπραΰνουν τον ερεθισμό και να προλάβουν αντεκδίκηση εναντίον των χριστιανών που το άφευκτο αποτέλεσμά τους θα ήτανε μια εξέγερση αντίρροπη των χριστιανών, μόλις ο ελληνικός στρατός θα παρουσιαζότανε μπροστά στην πόλη. Και τα έξοδα θα τα πλήρωναν αυτοί.

Την πολιτική τους, οι μπέηδες της Βέροιας, συμπλήρωσαν με άμεση συνεννόηση με τους Έλληνες πρόκριτους, που τους εξομολογήθηκαν ότι, αν εξασφαλιζότανε η περιουσία τους, αδιαφορούσαν τέλεια αν οι οφειλέτες τους θα πιάνονταν στο εξής από τους χωροφύλακες του Σουλτάνου Μωάμεθ του Ε? ή του Βασιλιά Γεωργίου του Α'. Και τους παρακάλεσαν να εξαντλήσουν αυτοί την επιρροή τους στον ελληνικό πληθυσμό. Κι έτσι λείψανε όλα τα δυσάρεστα μιας ξαφνικής αλλαξοκυριαρχίας, οι φόνοι, οι εμπρησμοί κι οι διαρπαγές.

Ο Τούρκικος όχλος, άλλωστε, άμα δεν του υποδαυλίσεις τον θρησκευτικό του φανατισμό, άμα δεν τον ερεθίσεις, είναι πρόθυμος να δέχεται και τα πια φοβερά περιστατικά με φιλοσοφική απάθεια. Γιατί νιώθει το Θεό πατέρα του κακού, όπως ακριβώς και του αγαθού. Από το άλλο μέρος, όσο του αρέσει να επιβάλλει τη δύναμή του και τη θέλησή του, άλλο τόσο ξέρει να σέβεται και να υπομένει καρτερικά τη δύναμη του άλλου.

Ο Τούρκος, νικημένος, είναι ο πιο πειθήνιος άνθρωπος. Η ηθική, παθητική και σιωπηλή αντίδραση εναντίον της βίας του νικητή, που θέλει συνείδηση κάπως αναπτυγμένη, του είναι άγνωστη. Οι μόνοι άνθρωποι, που η πολιτική των μπέηδων δεν κατάφερε να κερδίσει καθόλου, ήταν οι νοικοκυραίοι, που αποτελούσαν τη μεσαία τάξη, αυτή που σ' όλες τις χώρες είναι ? και θα είναι επί πολλούς αιώνες, για πάντα ίσως ? ανεξάντλητη εστία εθνικού αισθήματος.

Ενώ οι ακτήμονες του όχλου, μαζεμένοι στα πεζοδρόμια ή στα σταυροδρόμια, μας βλέπανε να παρελαύνουμε με την απλή περιέργεια θεατών ταινίας κινηματογράφου. Οι μικρονοικοκυραίοι, αφού φρόντισαν να κλείσουν τα μαγαζιά τους για καλό και για κακό, μας ρίχνανε, πίσω από τα θολά τζάμια των μικρών καφενείων, ματιές γεμάτες από δύσκολα συγκρατούμενο μίσος».

«Πήραμε τον δρόμο για τον τούρκικο στρατώνα, κτίριο απλόχωρο σε σχήμα κεφαλαίου Πι, πάνω σε ύψωμα που επιτηρούσε όλη την πολιτεία. Βρήκαμε υλικό στρατωνισμού, κουβέρτες, όπλα, χάρτες επιτελικούς, σχέδια έργων αμυντικών της Κωνσταντινούπολης, ένα σωρό πράγματα που οι Τούρκοι, πάνω στο σάστισμα της φυγής, είχαν ανακατέψει με τον πιο περίεργο τρόπο. Το επιτελείο έπιασε τη μια πτέρυγα, το προσωπικό των γραφιάδων, ιπποκόμων και υπηρετών την άλλη. Και τα συντάγματα καταυλιστήκανε σ? ένα μεγάλο χώρο πίσω από τους στρατώνες, που ίσκιωναν μεγάλα δέντρα και όπου τρέχανε δροσάτες, πλήθος νεροσυρμές».

«Στο μεταξύ, πολλοί από τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς, ηγεμονικά φιλοξενούμενοι από τους Έλληνες της Βέροιας, είχανε παραδοθεί στην απόλαυση σπιτίσιων καλομαγειρεμένων φαγιών που είχανε τόσο επιθυμήσει, ενώ οι οικοδεσπότες, οι γυναίκες και τα κορίτσια τους, με φούστες «αντραβέ», που συναγωνίζονταν σε κομψότητα τις παριζιάνικες, και πρόσωπα που άστραφταν από χαρά, σερβίριζαν όρθιοι ? κατά το παλιό μακεδονικό έθιμο ? τους απρόοπτους κι αγαπημένους ξένους».





ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ
Το κλείσιμο των μαγαζιών και το φόβο της άγνωστης εξέλιξης, περιγράφει, εκ των έσω αυτή τη φορά, ο πρώην Δήμαρχος Βέροιας Αναστάσιος Καρατζόγλου και συγκαταλέγεται στο προσωπικό του αρχείο, το οποίο δώρισε και βρίσκεται τώρα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους ( δημοσίευμα στην Βέροια 1992 τεύχος 1000 σελ.2, από τον γνωστό δικηγόρο και άνθρωπο με συγγραφικές ανησυχίες Γιώργο Λιόλιο, που το αντέγραψε και το έδωσε στην εφημερίδα μας).

« Ήταν ημέρα Τρίτη 16 Οκτωβρίου 1912. Καθ΄όλας τα δυο προηγουμένας ημέρας, ακούγαμε τα κανόνια της μάχης στα υψώματα της Καστανιάς και της περιοχής του βρωμοπήγαδου. Ο κόσμος όλος (Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι, Αραπάδες), ήταν μουδιασμένος. Όλοι είμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας. Η αγορά κλειστή. Πολύ ταραγμένη η ατμόσφαιρα, ιδία την Δευτέραν 15 Οκτωβρίου, στην πόλη μας. Από πολύ καιρό το κόμμα των Νεοτούρκων με διάφορα μέσα και τεχνάσματα μεγάλωνε το μίσος των Τούρκων (των εχόντων τάσεις δι΄ εγκλήματα και πλιατσικολογήματα) κατά των χριστιανών και προπαρασκεύαζε με άτακτα στοιχεία μια γενική σφαγή των γκιαούρηδων. Γι΄αυτό επεκράτει τώρα στην πόλη μας ο τρόμος και η αγωνία. Εκορυφώθη δε η τρομάρα αυτή όταν διεδόθη ότι όλοι οι Τούρκοι πρόκριτοι φεύγουν με τις οικογένειές τους προς τον Σιδηροδρομικόν Σταθμόν με στόχο την Θεσσαλονίκην δια περισσοτέραν ασφάλειαν».

Και συνεχίζει περιγράφοντας την πρωτοβουλία του Δημάρχου, του Μητροπολίτου και Ελλήνων προκρίτων, να μεταβούν στο Σταθμό και να πείσουν τους Τούρκους να επιστρέψουν στην πόλη. Μάλιστα για να τους κάνουν να νιώσουν περισσότεροι ασφάλεια τους φιλοξένησαν το κρίσιμο βράδυ στα σπίτια τους.

« Ημείς στο σπίτι μας εφιλοξενήσαμε την οικογένεια του Μαμούτ Εφέντη Χατζηπάσιου, τότε ιδιοκτήτου τσιφλικιού Ασωμάτων, που κάθονταν στη σημερινή οδό Κανάρη, παρακάτω αριστερά από το Κονάκι, κατοικία του Δημάρχου Βέροιας ».

Δημιούργησαν ακόμα και μια μεικτή πολιτοφυλακή για να ελέγχει τους δρόμους της Βέροιας.
Ξημέρωσε η Τρίτη και ο Καρατζόγλου πιτσιρικάς τότε 12-13 χρονών μαζί με φίλους του ανέβηκαν στο παλιό καμπαναριό της εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου και παρακολουθούσαν τα στρατεύματα που βρίσκονταν γύρω από τους στρατώνες, όταν είδαν να έρχονται ιππείς να κατεβαίνουν από την περιοχή του Προμηθέα, για να αξιολογήσουν την επικρατούσα κατάσταση, πριν μπει ο Ελληνικός Στρατός στην πόλη.

Σε λίγο οι αρχές της πόλης ύψωσαν τη λευκή σημαία στον πύργο του ρολογιού και εν συνεχεία παρέδωσαν την πόλη στον λοχαγό του ιππικού Μάνον που μπήκε πρώτος. ( τη λευκή σημαία γράφει πως τη βρήκε το 1951, όταν ήταν Δήμαρχος, μέσα στα ιστορικά κειμήλια του Μητροπολίτου Εδέσσης Κύρου Διονύσου και την παρέδωσε στο Δήμο Βέροιας). Δεν διαφέρει περιγραφή του Βεροιώτη Καρατζόγλου με των υπολοίπων για τους πανηγυρισμούς και την υποδοχή που έγινε στους ελευθερωτές. Αναφέρει όμως με λεπτομέρειες τι έγινε κατά την παράδοση της πόλης.

« Το σπίτι μας που ήταν επί της γωνίας Κεντρικής- Περικλέους και Αντ. Καμάρα και που κατεδαφίστηκε για την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, εχρησιμοποιείτο το 1912 για Δημαρχείο Βερροίας. Από τον ξύλινο εξώστη του Δημαρχείου τούτου, επί της οδού Κεντρικής, ομίλησαν -επί τη απελευθερώσει- προς τα εορτάζοντα και πανηγυρίζοντα πλήθη, ο ιατρός Νίκος Αντωνιάδης και ο Δήμαρχος Χαλίλ Αλή Βέης με σπασμένα ελληνικά».

Την επόμενη δε ημέρα μετά την πανηγυρική Θεία Λειτουργία ο διάδοχος Κωνσταντίνος φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Ιωάννη Σακελλαρίδη στην περιοχή του Αγ. Ιωάννου. Μετά από δυο ημέρες, σύμφωνα με όσα γράφει ο Καρατζόγλου, έφτασε στη Βέροια και ο Βασιλιάς Γεώργιος και εγκαταστάθηκε στο νεόδμητο σπίτι του Αναστασίου Καμπίτογλου, εμπόρου αποικιακών, εκεί που κατασκευάστηκε και λειτούργησε αργότερα το Ξενοδοχείο «Βασίλισσα Βεργίνα», και παρέμεινε εκεί μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.

Συμπερασματικά οι διηγήσεις των αυτοπτών μαρτύρων συγκλίνουν σε πολλά σημεία ως προς την περιγραφή των συμβάντων την ημέρα της απελευθέρωσης, ενώ συμπληρώνει η μία την άλλη προσθέτοντας λεπτομέρειες ή μικρά στιγμιότυπα.

Διαφορετική άποψη έχουν μόνο ως προς τη στάση που ετοίμαζαν οι στρατιώτες λόγω της μεγάλης πείνας και την οποία κατάφερε ο διάδοχος Κωνσταντίνος να αποσοβήσει, καθώς άλλοι αρνούνται ότι υπήρξε, ενώ άλλοι επιμένουν στο συμβάν, καταγράφοντας λεπτομέρειες όπως, ότι ο Κωνσταντίνος μόλις έμαθε την απόφαση των στρατιωτών (όπως αναφέρει ο Βιλτ. Δουσμάνης στο βιβλίο του Απομνημονεύματα. Ιστορικαί σελίδες, τας οποίας έζησα»), τους εξήγησε ότι δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα καταλήγοντας να πει «Να εκεί πέρα είναι η Θεσσαλονίκη, πηγαίνετε κει να εύρετε ψωμί»!

Παραμένει όμως αδιαμφισβήτητο το γεγονός της πείνας, της έλλειψης καπνού και ειδών καθαριότητας στο στράτευμα. Γι αυτό και κατέκλυσαν τα καταστήματα της πόλης μόλις εισήλθαν σ΄ αυτήν, προσπαθώντας να προλάβουν να κάνουν τις προμήθειές τους πριν τελειώσουν. Ατέλειωτες ουρές σχηματίστηκαν μπροστά στα μαγαζιά που παρέμειναν ανοιχτά μέχρι να ξεπουλήσουν , ενώ παρά τις προειδοποιήσεις για αποφυγή πλιάτσικου, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα κρούσματα οι τιμωρία ήταν παραδειγματική και απέτρεψε οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια αυτού του είδους.

Την επόμενη ημέρα αφού έγινε πανηγυρική Θεία Λειτουργία στο Μητροπολιτικό Ναό, με την παρουσία του Διαδόχου, όλων των τοπικών αρχών , ακόμα και μουσουλμάνων αξιωματικών και πολιτών, ο ελληνικός στρατός αναχώρησε από την πόλη κατευθυνόμενος προς τη Νάουσα και τα Γιαννιτσά.

Ύστερα λοιπόν από την απελευθέρωση της πόλης, η ζωή μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών φυλών και θρησκευμάτων συνεχίστηκε κανονικά και συμβίωναν ειρηνικά μέχρι το 1922, όταν ακολούθησε η ανταλλαγή των πληθυσμών.

Μεταξύ δε 1914-18 στην πόλη δημιουργήθηκε στρατιωτικός καταυλισμός με την παρουσία Γάλλων κυρίως και Άγγλων στρατιωτών και ταυτόχρονα στήθηκε νοσοκομείο από τον Ερυθρό Σταυρό, προκειμένου να νοσηλεύονται οι τραυματίες πολέμου, δεδομένου ότι οι βαλκανικοί πόλεμοι συνεχίστηκαν, αλλά και ασθενείς, καθώς φυματίωση και ελονοσία θέριζαν.

Εφημερίδα Βέροια - Συντάκτης Νικολέτα Φλιάταρη

Δώστε την υποστήριξη σας στην έρευνα κάνοντας LIKE.

Share:

Η Απελευθέρωση της Έδεσσας


Του κ. Πέτρου Σεκερτζή

Η απελευθέρωση της Έδεσσας υπήρξε αποτέλεσμα της προέλασης του ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου και έθεσε τέρμα στη μακρόχρονη υποδούλωσή της στην Οθωμανική κυριαρχία, η οποία κράτησε πάνω από πεντακόσια χρόνια. 

Η επιβίωση του ελληνικού στοιχείου κατά τη διάρκεια της μακραίωνης αυτής δουλείας ήταν αξιοθαύμαστη δεδομένου ότι οι χριστιανοί Έλληνες όχι μόνο δεν αφομοιώθηκαν παρόλη τη μαύρη σκλαβιά και την εγκατάσταση πολλών μουσουλμάνων Τούρκων στην περιοχή αλλά αναπτύχθηκαν τόσο πνευματικά όσο και οικονομικά.

Τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα της μακραίωνης αυτής υποδούλωσης υπήρξε ο Μακεδονικός αγώνας η συμβολή του οποίου ήταν ιδιαίτερα σημαντική στη νικηφόρα έκβαση των βαλκανικών πολέμων. Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες με σύνθημά τους την αυτονόμηση της περιοχής της Μακεδονίας παρουσιάστηκαν ως αυτόκλητοι προστάτες των καταπιεζόμενων χριστιανικών πληθυσμών. 

Όταν διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να αλλάξουν το φρόνημα των Ελλήνων κατοίκων της Μακεδονίας με αναίμακτα προπαγανδιστικά μέσα, εξαπέλυσαν ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων επιδιώκοντας το βίαιο προσηλυτισμό τους. Απώτερος σκοπός ήταν η εθνολογική αλλοίωση της ελληνικότητας της Μακεδονίας και ο αφανισμός του ελληνικού στοιχείου με τους διωγμούς, τις δολοφονίες, τις σφαγές. 

Ενδεικτική της κατάστασης στην περιοχή μας ήταν μια επιστολή του μητροπολίτη Έδεσσας Στέφανου Δανιηλίδη προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη στις 15-9-1904, όπου γράφει μεταξύ άλλων: «οι λησταντάρται (εννοώντας τους κομιτατζήδες) αμείλικτον διωγμόν εκίνησαν εναντίον των χριστιανών της επαρχίας μου και των τριών τμημάτων αυτής, ελευθέρως και ανενοχλήτως πλέον … περιέρχονται εις τα χωρία και εξαναγκάζουσι τους χωρικούς δι' απειλών, αικισμών, δολοφονιών και λοιπών φρικαλεοτήτων να εκδιώξουσι τους διδασκάλους και τους ιερείς των και να ασπασθώσι το σχίσμα…».



Η Έδεσσα υπήρξε από τις πρώτες πόλεις όπου συγκροτήθηκε Επιτροπή αμύνης κατά της βουλγαρικής προπαγάνδας και των κομιτατζήδων και για να υποστηρίζει και να συνεργάζεται στενά με τα ελληνικά ανταρτικά σώματα. Πρόεδρος ο γιατρός Δημήτριος Ρίζος και μέλη ο Αθανάσιος Φράγκος, ο Ιωάννης Χατζηνίκος, ο Αρχιερατικός επίτροπος Παπασιβένας Ιωάννης. Στενοί συνεργάτες υπήρξαν πολλοί άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι Εδεσσαίοι, η προσφορά των οποίων ήταν ανεκτίμητη. 

Ο αρχηγός και η ψυχή του αγώνα στην Έδεσσα και στην ευρύτερη περιοχή της ήταν ο υπολοχαγός Κων/νος Μαζαράκης ή καπετάν Ακρίτας. Με τον Μακεδονικό αγώνα οι ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι ελληνικοί πληθυσμοί της Έδεσσας και ολόκληρης της Μακεδονίας, κληρικοί και λαϊκοί, ανακτούν το θάρρος τους και την αυτοπεποίθησή τους που τα είχαν απολέσει τα δύσκολα χρόνια της βουλγαρικής τρομοκρατίας και προσφέρουν τα μέγιστα. 

Η επικοινωνία του ελληνισμού της Μακεδονίας με τους Έλληνες της υπόλοιπης Ελλάδας δημιουργεί στενότερους δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους. Το ηθικό και το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της περιοχής εξυψώνεται σε μεγάλο βαθμό. 

Κατά το διάστημα αυτό τα στελέχη του ελληνικού στρατού, τα οποία υπηρετούν ως αρχηγοί ανταρτικών σωμάτων, ως εκπαιδευτές, πράκτορες και διαφωτιστές του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας αποκτούν εμπειρίες και γνώσεις για την περιοχή, οι οποίες θα εξαργυρωθούν στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους. Η Ελλάδα μέσα από το Μακεδονικό αγώνα βγαίνει ανανεωμένη και γεμάτη αυτοπεποίθηση έτοιμη να καθορίσει στα πεδία των μαχών το μελλοντικό καθεστώς της Μακεδονίας. Ο αγώνας αυτός είχε δώσει τότε στην πατρίδα μας το δικαίωμα όχι μονάχα να επικαλείται την ελληνικότητα της Μακεδονίας στα διάφορα συνέδρια, αλλά και να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο της φυλής με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. 

Πιο συγκεκριμένα στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κηρύττει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ο Ελληνικός στρατός μετά τη νίκη του στη μάχη του Σαρανταπόρου στις 9 και 10 Οκτωβρίου, προελαύνει ορμητικά στην πεδιάδα της κεντρικής Μακεδονίας και απελευθερώνει διαδοχικά τη Βέροια και τη Νάουσα. Καθώς τα νέα φτάνουν στην Έδεσσα, ανάμεικτα συναισθήματα δημιουργούνται στους κατοίκους της πόλης μας. Oι μεν Έλληνες περιμένουν με ανυπομονησία τον Ελληνικό στρατό και ανταλλάσσουν μεταξύ τους την ευχή «Χριστός Ανέστη», ενώ οι Τούρκοι αισθάνονται αγωνία για τη ζωή και τις περιουσίες τους μιας και ο τουρκικός στρατός εγκατέλειψε την πόλη και κατευθύνθηκε προς την πεδιάδα των Γιαννιτσών για να δώσει την αποφασιστική μάχη του πολέμου στις 19-20 Οκτωβρίου 1912. 

Στην Έδεσσα απομένουν μόνο λίγοι άνδρες της τουρκικής εθνοφρουράς, ο φρούραρχος της πόλης Ταγματάρχης Ρασίτ μπέης, ο καϊμακάμης Γκαλίπ μπέης και δήμαρχος της πόλης Αλή Ριζά. Οι Τούρκοι αξιωματούχοι λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση της Έδεσσας ενεργώντας προληπτικά, συνέλαβαν ως ομήρους επιφανείς Εδεσσαίους που είχαν αναπτύξει αξιόλογη δράση στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα και τους μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη, στις φυλακές Επταπυργίου μαζί με ομήρους από άλλες περιοχές. 

Όταν πλέον συνειδητοποιούν ότι είναι αναπόφευκτη σε λίγες μέρες η επικράτηση του ελληνικού στρατού στην περιοχή, συγκαλούν σύσκεψη στο σπίτι του φρούραρχου Ρασίτ μπέη για να καθορίσουν τις μετέπειτα ενέργειές τους. Να προβάλλουν δηλαδή αντίσταση στον ελληνικό στρατό ή να παραδώσουν την πόλη αμαχητί. Τελικά υπερισχύει η δεύτερη γνώμη και αποφασίζεται να μεταβεί στην Ιερά Μητρόπολη Έδεσσας ο Τούρκος διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου για να προετοιμάσει τη συνεννόηση με τους Έλληνες της πόλης. 

Την επόμενη μέρα συγκεντρώνονται στην Ιερά Μητρόπολη οι τουρκικές αρχές, ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος και οι Δημογέροντες, όπου οι Τούρκοι ζητούν την προστασία τους στην περίπτωση που θα καταληφθεί η πόλη από τον Ελληνικό στρατό. Στις 15 Οκτωβρίου παραιτούνται οι Τουρκικές αρχές και αναλαμβάνουν τη φρούρηση της Έδεσσας οι Έλληνες κάτοικοί της. 

Στις 16 Οκτωβρίου ο δήμαρχος Αλή Ριζά πηγαίνει στις φυλακές της πόλης, αποφυλακίζει τους κρατούμενους και ο Γκαλίπ μπέης εγκαθίσταται στο κτίριο της Μητρόπολης όχι τόσο για να προστατευθεί από τους χριστιανούς, αλλά για να αποφύγει τη οργή όσων από τους Τούρκους είχαν την αντίθετη με αυτόν γνώμη για την παράδοση της πόλης. 

Το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου η έκτη ημιλαρχία υπό τον ανθυπίλαρχο Αργύριο Σταυρόπουλο εξορμά από τη Βέροια και καταλαμβάνει το σιδηροδρομικό σταθμό Σκύδρας. 

Την επόμενη μέρα, Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 1912, γιορτή του Αγίου Λουκά, πολιούχου από τότε της πόλης μας, τρεις στρατιώτες ως προμετωπίδα του προελαύνοντος ελληνικού στρατού, ο Βρασίδας Λαγωνίκος, ο Νικόλαος Αγγελής και ο Νικόλαος Λιβανός καταλαμβάνουν το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης μας αφού συνεπλάκησαν με την εκεί ευρισκόμενη τουρκική φρουρά. Από τους πυροβολισμούς σκοτώθηκαν ο ιερέας του χωριού Σωτήρα, ο δεκαπεντάχρονος μαθητής Ψυχογιός και ένας μαθητής του οικοτροφείου. Ήταν οι τελευταίοι νεκροί πριν την απελευθέρωση της πόλης. 

Λίγο αργότερα φτάνει στο σταθμό αμαξοστοιχία με ένα λόχο πεζικού του ελληνικού στρατού με επικεφαλής τον αξιωματικό Βασίλειο Γεννηματά, ο οποίος μπαίνει θριαμβευτικά στην Έδεσσα. Την ίδια ώρα από την πόλη έρχεται προς το σταθμό μια πομπή με επικεφαλής το Μητροπολίτη και τους Τούρκους μουφτή, υποδιοικητή και δήμαρχο της Έδεσσας, ο οποίος κρατά λευκή σημαία. 

Στις 11 το πρωί της 18ης Οκτωβρίου 1912 γίνεται η επίσημη παράδοση της πόλης από τον Τούρκο δήμαρχο Αλή Ριζά, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση ήταν απόγονος του κελ Πέτρου που προδοτικά είχε παραδώσει τη βυζαντινή Έδεσσα στους Τούρκους πριν 530 χρόνια περίπου. 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες απελευθερώθηκε η Έδεσσα. Οι αγώνες και η αυτοθυσία των Εδεσσαίων και των κατοίκων της γύρω περιοχής στις επάλξεις του Μακεδονικού αγώνα καρποφόρησαν. Έγιναν γέφυρα για να περάσει ο Ελληνικός στρατός τον Οκτώβριο του 1912 και να απελευθερώσει τη Μακεδονία μας. 

Πέτρος Σεκερτζής




ΠΗΓΗ

Δώστε την υποστήριξη σας στην έρευνα κάνοντας LIKE.

Share:

Μέγας Αλέξανδρος

Αποτέλεσμα εικόνας για μεγας αλεξανδρος

Γέννηση: Ιούλιος 356 π.Χ., Αρχαία Πέλλα
Απεβίωσε: Ιούνιος 323 π.Χ., Βαβυλώνα, Ιράκ
Αδέρφια: Κλεοπάτρα της Μακεδονίας, Φίλιππος Γ΄ της Μακεδονίας,Κυνάνη, Θεσσαλονίκη, Κάρανος, Ευρώπη
Γονείς: Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας, Ολυμπιάδα
Σύζυγος: Ρωξάνη (νύμφ. 328 π.Χ.–324 π.Χ.), Στάτειρα (νύμφ. 325 π.Χ.–324 π.Χ.), Παρυσάτιδα (νύμφ. 325 π.Χ.–324 π.Χ.)
Παιδιά: Ηρακλής ο Μακεδών, Αλέξανδρος Δ΄ της Μακεδονίας

Ο Αλέξανδρος Γ΄ ο Μακεδών (356 π.Χ - 323 π.Χ.) ή Αλέξανδρος ο Μέγας ή Μέγας Αλέξανδρος, ήταν βασιλιάς της Μακεδονίας, Ηγεμών της Πανελλήνιας Συμμαχίας κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας, Φαραώ της Αιγύπτου, Βασιλιάς της Ασίας και βορειοδυτικής Ινδίας, και οι κατακτήσεις του αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο της Ελληνιστικής εποχής των βασιλείων των Διαδόχων και Επιγόνων του.
Γεννήθηκε στην Πέλλα της Μακεδονίας τον Ιούλιο του έτους 356 π.Χ.. Γονείς του ήταν ο βασιλιάς Φίλιππος Β' της Μακεδονίας και η πριγκίπισσα Ολυμπιάδα της Ηπείρου. Ως βασιλιάς της Μακεδονίας, συνέχισε το έργο του πατέρα του, Φιλίππου Β', και του παππού του Αμύντα Γ', ικανών στρατηγών, πολιτικών και διπλωματών, οι οποίοι διαδοχικά αναμόρφωσαν το Μακεδονικό βασίλειο και το εξέλιξαν σε σημαντική δύναμη του Ελληνικού κόσμου, και με τη σειρά του ο Αλέξανδρος το διαμόρφωσε σε παγκόσμια υπερδύναμη. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς στην ιστορία, και κατά την περίοδο των 13 ετών της βασιλείας του (336 - 323 π.Χ.) κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου (Μικρά Ασία, Περσία, Αίγυπτο κλπ), φτάνοντας στις παρυφές της Ινδίας, και χωρίς να έχει ηττηθεί σε μάχη που ο ίδιος συμμετείχε. Οι Αλεξανδρινοί χρόνοι αποτελούν το τέλος της κλασσικής αρχαιότητας και την απαρχή της περιόδου της παγκόσμιας ιστορίας γνωστής ως Ελληνιστικής.
Η συνολική επικράτεια της αυτοκρατορίας του, στη μεταλύτερή της έκταση κατά το 323 π.Χ., υπολογίζεται σε 5.200.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και περιλάμβανε κομμάτια από 26 σημερινές χώρες (Ελλάδα, Αλβανία, ΠΓΔΜ, Μαυροβούνιο, Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία,Τουρκία, Κύπρος, Αίγυπτος, Αφγανιστάν, Ιράκ, Ιράν, Ισραήλ, Ινδία, Ιορδανία, Καζακστάν, Κουβέιτ, Κιργιστάν, Λίβανος, Πακιστάν,Σαουδική Αραβία, Συρία, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν).
Πέθανε στην Βαβυλώνα, στο παλάτι του Ναβουχοδονόσορα Β' στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ., σε ηλικία ακριβώς 32 ετών και 11 μηνών. Το σύνολο της επιρροής του, συχνά τον κατατάσσει μεταξύ των κορυφαίων παγκοσμίων προσωπικοτήτων όλων των εποχών με τη μεγαλύτερη επιρροή, μαζί με τον δάσκαλο του Αριστοτέλη.

Πρώτα χρόνια

Γέννηση

Ο Αλέξανδρος του Φιλίππου Β' και της Ολυμπιάδας, γεννήθηκε τον μήνα Ιούλιο (ο Λωός του ημερολογίου των Μακεδόνων), το 356 π.Χ.στην Πέλλα, πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους. Σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε την ίδια νύχτα που ο Ηρόστρατος πυρπόλησε το ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, με τους μάντεις και ιερείς να ερμηνεύουν το γεγονός ως οιωνό της υποταγής της Ασίας.
Σύμφωνα με την παράδοση, η γενεαλογία του ανάγεται σε δύο κεντρικές μορφές της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, αυτή του ημίθεου Ηρακλή ο οποίος υπήρξε γενάρχης της δυναστείας των Αργεαδών Μακεδόνων, και αυτή του ήρωα Αχιλλέα, ο γιος του οποίου, ο Νεοπτόλεμος, ίδρυσε το βασιλικό οίκο των Μολοσσών μέλος του οποίου ήταν η μητέρα του Ολυμπιάδα. Η θρυλούμενη καταγωγή του Αλέξανδρου συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, από τα πρώτα έτη του βίου του.

Όψη και εμφάνιση

Λεπτομέρεια απεικόνισης του Μεγάλου Αλεξάνδρου με το Βουκεφάλαστη μάχη της Ισσού. Μωσαϊκό του 100 π.Χ. στη Πομπηία
Ο Αλέξανδρος περιγράφεται πως διέθετε ένα γαλάζιο και ένα καφέ μάτι,εμφανίζοντας το γενικά σπάνιο στους ανθρώπους φαινόμενο της ετεροχρωμίας όπου οι ίριδες των ματιών διαφέρουν σε χρώμα μεταξύ τους. Επίσης περιγράφεται πως είχε μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού του προς τα πάνω με αριστερή κατεύθυνση, πιθανώς λόγω του τραυματισμού του από χτύπημα ροπάλου στο λαιμό κατά τη μετέπειτα πολιορκία του κάστρου των Ιλλυριών το 335 π.Χ., ή ως φυσικό σύμπτωμα σκολίωσης. Ως προς το ύψος του, περιγράφεται γενικά ως κάτω του μέσου όρου, με μυώδη διάπλαση.
Το χρώμα των μαλλιών του περιγράφεται είτε ως ανοιχτόχρωμο (κατά τους Αιλιανό, Ιούλιο Βαλέριο, Λιβάνιο) είτε ως σκούρο καστανό, με την τοιχογραφία της μάχης της Ισσού που βρέθηκε στην Πομπηία να τον δείχνει καστανό.

Παιδική και εφηβική ηλικία

Ο Αλέξανδρος και ο δάσκαλος του,Αριστοτέλης
Το 349 π.Χ. ο Λεωνίδας, συγγενής της Ολυμπιάδας, ανέλαβε την ευθύνη της ανατροφής του πρίγκιπα. Υπό την επίβλεψή του, ο Αλέξανδρος, διδάχτηκε αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ιππασία. Αργότερα, ο Φίλιππος ανέθεσε τις σπουδές του γιου του, στον Αριστοτέλη, ο οποίος του δίδαξε ιστορία, αστρονομία, γεωγραφία, ιατρική, φιλολογία και πολιτικές επιστήμες, μαζί με τα υπόλοιπα νεαρά μέλη της Μακεδονικής αριστοκρατίας. Η μαθητεία κοντά στο μεγάλο φιλόσοφο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο χαρακτήρα του νεαρού Αλέξανδρου.
Αυτήν την περίοδο, όπως παραδίδεται, ο Αλέξανδρος πήρε από έναν φίλο του Φίλιππου, τον Δημάρατο, τον Βουκεφάλα. Οι παρευρισκόμενοι στο παλάτι του Φίλιππου, θαύμασαν και προσπάθησαν να δαμάσουν τον Βουκεφάλα, όμως ο ένας μετά τον άλλον αποτύγχανε να δαμάσει το άλογο. Ο νεαρός Αλέξανδρος κατάλαβε ότι το άλογο τρόμαζε όταν έβλεπε τον ίσκιο του, έτσι με τη χρήση των χαλιναριών γύρισε το κεφάλι του Βουκεφάλα προς τον ήλιο, ώστε να μην βλέπει τον ίσκιο του και τελικά τον ηρέμησε.
Το 340 π.Χ. ο Αλέξανδρος σταμάτησε τις σπουδές του και γύρισε στην Πέλλα, όπου πήρε ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή της Μακεδονίας. Κατά τις εκστρατείες του ο Φίλιππος εμπιστευόταν την διοίκηση της Μακεδονίας στον Αλέξανδρο. Σε ηλικία 16 χρονών και ενώ ο πατέρας του έλειπε στο Βυζάντιο, κατέστειλε μια εξέγερση Μαιδών. Κατά τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ., ο Φίλιππος συνέτριψε τις ενωμένες δυνάμεις Αθηναίων και Θηβαίων, με τον Αλέξανδρο επικεφαλής του ιππικού. Μετά από την ήττα των Αθηναίων πήγε στην Αθήνα ως αντιπρόσωπος του πατέρα του. Στο συνέδριο της Κορίνθου που ακολούθησε τη μάχη της Χαιρωνείας, ο Φίλιππος εξελέγη «στρατηγός αυτοκράτωρ της Ελλάδος» εν όψει της εκστρατείας κατά των Περσών.
Στα 337 π.Χ., ο Φίλιππος -σε ηλικία 48 ετών- μνηστεύτηκε την Κλεοπάτρα Ευριδίκη, μια ευγενή της Μακεδονίας. Η Ολυμπιάδα ένιωσε προσβεβλημένη και πως το γόητρό της καταρρακώθηκε, ενώ αν η Κλεοπάτρα έδινε γιο στο Φίλιππο, εκείνος θα εκτόπιζε τον Αλέξανδρο στη διαδοχή.[21] Αυτό προκάλεσε αναστάτωση στις μέχρι τότε αρμονικές σχέσεις του Αλέξανδρου με τον πατέρα του. Η Ολυμπιάδα παρέμεινε στα διαμερίσματά της κατά τη γιορτή του γάμου, αλλά ο Αλέξανδρος παρευρισκόταν εκεί, χάνοντας σταδιακά την αυτοκυριαρχία του. Ο θείος της νύφης προσέβαλε σε μια πρόποσή του τον Αλέξανδρο και αυτός του πέταξε ένα κύπελλο. Ο Φίλιππος προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, αλλά είχε καταναλώσει πολύ κρασί και το κουτσό του πόδι τον πρόδωσε. Ο Αλέξανδρος χλεύασε τον πατέρα του και βγήκε από την αίθουσα. Αργότερα αποσύρθηκε στην Ήπειρο μαζί με τη μητέρα του. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος επέστρεψε στο ανάκτορο και συμφιλιώθηκε με τον Φίλιππο, αλλά η Ολυμπιάδα παρέμεινε στην Ήπειρο.
Το 336 π.Χ. ο Φίλιππος πάντρεψε μια από τις κόρες του με το βασιλιά της Ηπείρου και αδελφό της Ολυμπιάδας, Αλέξανδρο. Οργανώθηκε βασιλική γιορτή στις Αιγές, με παρελάσεις και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Καθώς ο Φίλιππος έμπαινε στο στάδιο για να κηρύξει τους αγώνες, ένας από τους σωματοφύλακες του, ο Παυσανίας, βγήκε μπροστά του και τον δολοφόνησε, και στην καταδίωξη που ακολούθησε δολοφονήθηκε και ο ίδιος.

Ανάληψη εξουσίας και επικράτηση στην Ελλάδα

Το βασίλειο της Μακεδονίας -ερυθρά περιοχή- αμέσως μετά τον θάνατο του Φιλλίπου Β΄. Η Κορινθιακή συμμαχία απεικονίζεται με κίτρινο.
Όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος ήταν μονάχα 20 ετών και φαινόταν τρωτός. Μολαταύτα, συγκρότησε τη δική του σωματοφυλακή, και κινήθηκε γρήγορα εξουδετερώνοντας όλους τους πιθανούς διεκδικητές του θρόνου, τον οποίο και κατέλαβε. Εισέβαλε μετά στη Θεσσαλία και προχώρησε προς νότο αναγνωριζόμενος από όλους. Δεν εκδηλώθηκε καμιά επαναστατική κίνηση και το φθινόπωρο του 336 το συνέδριο της Κορίνθου τον ανακήρυξε, όπως είχε ανακηρύξει και τον Φίλιππο, «στρατηγό αυτοκράτορα της Ελλάδος» για την εναντίον των Περσών εκστρατεία. Στην Κόρινθο συνάντησε και τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη.
Πριν αρχίσει την εκστρατεία, πήγε να πάρει χρησμό από τους Δελφούς, που όμως εκείνη τη μέρα η Πυθία δεν χρησμοδοτούσε. Ο Αλέξανδρος μη θέλοντας να φύγει χωρίς χρησμό τράβηξε την ιέρεια προς το μαντείο, προσπαθώντας να την πείσει. Αυτή μη μπορώντας να του αντισταθεί φέρεται να του είπε Παιδί μου, είσαι ακαταμάχητος! και ο έτσι ο Αλέξανδρος πήρε τον χρησμό που ήθελε. Την άνοιξη του 335 π.Χ. εξεστράτευσε εναντίον των Ιλλυριών και Τριβαλλών, προελαύνοντας από την Αμφίπολη μέχρι τον Αίμο σε διάστημα δέκα ημερών. Αφού νίκησε τους εκεί Θράκες, προχώρησε προς τον Δούναβη, νίκησε τους Τριβαλλούς και επιχείρησε επιδρομή κατά των Γετών, την οποία όμως αναγκάστηκε να διακόψει λόγω εξέγερσης των Ιλλυριών. Μετά στράφηκε προς τον νότο και υπέταξε τους Αγριάνες και τους Παίονες, εξασφαλίζοντας την πλήρη κυριαρχία στην περιοχή.
Όσο καιρό ο Αλέξανδρος πολεμούσε στον βορρά, οι Θηβαίοι επαναστάτησαν και πολιόρκησαν τη μακεδονική φρουρά της Καδμείας, ενώ και στην Αθήνα και άλλες πόλεις επικράτησε αναβρασμός που προκαλούσαν οι αντιμακεδονικοί διαδίδοντας φήμες ότι ο Αλέξανδρος είναι νεκρός. Ο Αλέξανδρος με μια αστραπιαία αντίδραση, διένυσε τα 500 χιλιόμετρα από την Ιλλυρία στη Θήβα σε δώδεκα μέρες. Εκεί, μετά από σύντομη αλλά σθεναρή αντίσταση των Θηβαίων κατόρθωσε να τους υποτάξει. Ακολούθως συγκάλεσε το Κοινό των Ελλήνων για να αποφασίσει την τιμωρία της Θήβας, την οποία εφάρμοσε διατάζοντας τον θάνατο έξι χιλιάδων Θηβαίων με τους υπόλοιπους τριάντα χιλιάδες κατοίκους να πωλούνται ως δούλοι, και την ισοπέδωση της πόλης με εξαίρεση το σπίτι του ποιητή Πινδάρου Τόσο τρομερή ήταν η καταστροφή, ώστε ο Αλέξανδρος πήγε προσκυνητής στους Δελφούς για να εξιλεωθεί. Μετά από αυτό καμία ελληνική πόλη δεν αψήφησε ανοιχτά το νεαρό βασιλιά της Μακεδονίας.
Διασώζεται επίσης και η εξής ιστορία:Όσο βρισκόταν στη Θήβα ο Αλέξανδρος, μερικοί στρατιώτες του έφεραν μπροστά του μια γυναίκα με το όνομα Τιμόκλεια, η οποία είχε ρίξει έναν Θράκη διοικητή σ΄ ένα πηγάδι, όταν αυτός της ζήτησε, εκτός από το να πλαγιάσει μαζί της, και την περιουσία της. Ο Αλέξανδρος αφού την άκουσε, θαύμασε το θάρρος της και διέταξε να αφήσουν αυτήν και την οικογένειά της ελεύθερη.[31]

Οι εκστρατείες

Εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με πορεία κατεύθυνσης, απεικόνιση των σχηματισμών των κύριων μαχών, και χρωματική επισήμανση των ιδρυθείσων πόλεων

Σκοπός

Την εκστρατεία κατά των Περσών, είχε ήδη αποφασίσει να θέσει σε λειτουργία, μόλις ανέβηκε στο θρόνο της Μακεδονίας. Ο πατέρας του, Φίλιππος, είχε ήδη βάλει τις βάσεις αυτού του σχεδίου και του είχε μάθει από παιδί να μην έχει τίποτα άλλο στο νου του παρά αυτόν τον σκοπό. Ο Φίλιππος αφού είχε νικήσει τους Ιλλυριούς και τους Θράκες, τους Παίονες και τους Σκύθες, επέβαλε στους Έλληνες να συνενωθούν και με αυτόν αρχηγό να ξεκινήσουν την εκστρατεία, με πρόσχημα την απελευθέρωση των ελληνικών αποικιών της Ασίας και την τιμωρία των απογόνων του Ξέρξη. Η δολοφονία του Φίλιππου άφησε στα χέρια του 20χρονου Αλέξανδρου την αποστολή αυτή.
Η ιδέα της εκστρατείας στην Ασία έναντι των Περσών προυπήρχε πριν από αρκετό καιρό, με τους Έλληνες να έχουν αίσθηση ανωτερότητας έναντι των βαρβάρων -μη Ελλήνων-. Κατά τους Περσικούς πολέμους πάνω από ένα αιώνα πριν την εποχή του Αλεξάνδρου, και μετά τις νίκες των Πλαταιών και της Μυκάλης το 479, ο πόλεμος πήρε επιθετική μορφή (478-466) με πρωτεργάτη τον Κίμωνα και λαμπρές επιτυχίες, με αποκορύφωμα τη νίκη στον Ευρυμέδοντα. Από το 399 μέχρι το 394 οι Σπαρτιάτες ταλαιπωρούσαν τους Πέρσες στη Μικρά Ασία. Ο Αγησίλαος μάλιστα προσπάθησε να δώσει πανελλήνιο χαρακτήρα στην εκστρατεία του θυσιάζοντας στην Αυλίδα, όπως ο Αγαμέμνων. Η ιδέα λοιπόν της τελικής επίθεσης εναντίον του Περσικού κράτους ήταν διάχυτη κι έμενε να βρεθεί αυτός που θα την πραγματοποιούσε. Προορισμένος γι’ αυτό φάνηκε ο Φίλιππος, ο οποίος είχε προπαγανδίσει με επιτυχία την ιδέα της τιμωρίας των Περσών για όσα διέπραξαν κατά της Ελλάδος στους Περσικούς πολέμους. Προς τον Φίλιππο ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης, ο θεωρητικός της πανελλήνιας κατά της Ασίας εκστρατείας, έγραφε : «τον δε βασιλέα τον νυν μέγαν προσαγορευόμενον καταλύειν επιχειρήσεις, ίνα την τε σεαυτού δόξαν μείζω ποιήσης και τοις Έλλησιν υποδείξης, προς ον χρή πολεμείν»«Και όλοι» γράφει σε άλλο σημείο ο Ισοκράτης «με παρακαλούν να σε προτρέψω να επιμείνεις στα σχέδιά σου, γιατί δεν μπορούν να διαπραχθούν καλύτερα και ωφελιμότερα έργα για τους Έλληνες».
Η δολοφονία του το 336 π.Χ., στέρησε τον Φίλιππο από ένα μεγάλο μερίδιο δόξας. Το κέρδισε ο Αλέξανδρος, που είχε προετοιμαστεί για τα έργα που ανέφερε ο Ισοκράτης, που ανήγε την καταγωγή του στον Αχιλλέα και είχε την Ιλιάδα πάντα κάτω από το προσκέφαλό του.

Πέρασμα στη Μικρά Ασία

Κύριο λήμμα: Στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Το 335 π.Χ. έστειλε τον Παρμενίωνα για να εξασφαλίσει το πέρασμα της Προποντίδας. Την άνοιξη του 334 π.Χ., αφήνοντας πίσω του τοποτηρητή της Μακεδονίας τον Αντίπατρο, πέρασε τον Ελλήσποντο με στρατό 30.000 πεζών και 5.000 και πλέον ιππέων, ενώ ο στόλος του απαρτιζόταν από 160 πλοία. Οι προμήθειες έφταναν για 30 μέρες και οι οικονομικοί πόροι ανέρχονταν περίπου στα 70 χρυσά τάλαντα.
Η στρατιωτική δύναμη ήταν ομολογουμένως μικρή σε σχέση με τα σχέδια του Αλεξάνδρου. Οι Πέρσες, με την απέραντη αυτοκρατορία τους που περιελάμβανε πολλούς λαούς και φυλές, θα μπορούσαν να αντιπαρατάξουν πολύ μεγαλύτερο στρατό, αλλά ο Αλέξανδρος βασιζόταν στην ταχύτητα και την τόλμη καθώς και στις καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες μακεδονικές φάλαγγες του και το βαρύ ιππικό των Εταίρων.
Η μακεδονική φάλαγγα αποτελούνταν από πεζέταιρους οπλισμένους με σάρισα, δόρυ μήκους 6 μέτρων, πιθανόν επινόηση του Φιλίππου Β'. Το ιππικό επάνδρωναν οι ευγενείς, οι Εταίροι όπως ονομάζονταν. Το στρατό συμπλήρωναν σώματα ακοντιστών, τοξοτών και πελταστών. Μολονότι τον πυρήνα του στρατού αποτελούσαν οι Μακεδόνες, στις γραμμές του περιλαμβάνονταν πολεμιστές από ελληνικές πόλεις-κράτη και από τα βασίλεια της Μικράς Ασίας. Αυτή την ετερογενή δύναμη ένωναν οι δεσμοί πειθαρχίας, εκπαίδευσης και οργάνωσης, αλλά και η αφοσίωση που ενέπνεε ο Αλέξανδρος.
Οι επικεφαλής του στρατού του ήταν όλοι Μακεδόνες. Δεύτερος στην τάξη στρατηγός μετά από αυτόν ήταν ο Παρμενίων, παλιός συμπολεμιστής του πατέρα του. Ακολουθούσαν οι γιοί του Παρμενίωνα, Φιλώτας και Νικάνωρ, ο Αμύντας, ο Περδίκκας, ο Κρατερός, ο Πτολεμαίος, και ο Μελέαγρος. Διοικητής των Ελλήνων συμμάχων ήταν ο Αντίγονος, και των μισθοφόρων ο Μένανδρος. Ο Αλέξανδρος ως ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής, διαχειρίστηκε πολύ αποτελεσματικά τη στρατιωτική οργάνωση, κινητοποίηση, και την άμεση δράση των στρατιωτικών δυνάμεων. Ένα από τα αξιώματά του ήταν: βάδιζε χωριστά και πολέμα ενωμένος.
Ύστερα από μια σκληρή πορεία μέσω της Θράκης, ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε χωρίς δυσκολία τον Ελλήσποντο. Οι Πέρσες τον άφησαν να περάσει το στενό χωρίς να φέρουνε καμιά αντίσταση. Έτσι βρέθηκε στα ακρογιάλια της Ιωνίας, εκεί που βρίσκονται σήμερα τα δυτικά παράλια της Τουρκίας. Αμέσως μετά την απόβαση του στρατού, τέλεσε θυσίες και επισκέφτηκε την Τροία.

Μικρά Ασία

Κύρια λήμματα: Μάχη του Γρανικού, Πολιορκία της Μιλήτου και Πολιορκία της Αλικαρνασσού
Αναπαράσταση της μάχης του Γρανικού όπου ο Κλείτος ο Μέλας διακρίνεται στο κέντρο δίπλα από τον Αλέξανδρο να τον σώζει από το χτύπημα του Σπιθριδάτη - Σαρλ Λε Μπραν, 17ος αιώνας, Λούβρο
Ο Αλέξανδρος οδήγησε το στρατό του στον ποταμό Γρανικό, όπου περίμεναν για να δώσουν μάχη οι περσικές δυνάμεις οδηγούμενες από τους τοπικούς σατράπες και τον Μέμνονα τον Ρόδιο. Η μάχη του Γρανικού, που έγινε τον Μάιο του 334 π.Χ.ανέδειξε νικητή τον Αλέξανδρο. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος κινδύνευσε αλλά σώθηκε από την παρέμβαση του Κλείτου του Μέλα, και κατόπιν οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν από το μακεδονικό ιππικό που διέσχισε τον ποταμό και τράπηκαν σε φυγή. Οι απώλειες των Μακεδόνων ήταν μόνο 110 άνδρες, ενώ ανάμεσα στους Πέρσες νεκρούς υπήρξαν και πολλοί ηγεμόνες τους.
Η ήττα των Περσών άνοιξε τον δρόμο στον Αλέξανδρο για την κατάκτηση όλης της Μικράς Ασίας. Οι Σάρδεις και η Έφεσος παραδόθηκαν. Η Μίλητος και η Αλικαρνασσός αντιστάθηκαν αλλά τελικά κατακτήθηκαν μετά από πολιορκία. Πάνω από τριάντα πόλεις της Λυκίας παραδόθηκαν, ενώ κατακτήθηκε και η Παμφυλία. Διαμέσου των υψιπέδων της Πισιδίας και της Φρυγίας, ο Αλέξανδρος έφτασε στο Γόρδιο, όπου έλυσε το Γόρδιο δεσμό. Σύμφωνα με τον τότε θρύλο, όποιος έκανε κάτι τέτοιο, θα κατακτούσε ολόκληρη την Ασία. Πέρασε το χειμώνα παρακολουθώντας τις κινήσεις των Περσών και ετοιμάζοντας τις δυνάμεις του για νέα εξόρμηση. Στις ιωνικές πόλεις που κατέκτησε, κατάργησε τα ολιγαρχικά και τυραννικά πολιτεύματα που είχαν επιβάλει οι Πέρσες και εγκατέστησε δημοκρατίες, καταργώντας παράλληλα τη βαριά φορολογία.

Λίβανος και Συρία

Κύρια λήμματα: Μάχη της Ισσού και Πολιορκία της Τύρου
Ο Αλέξανδρος νικά το Δαρείο στη μάχη της ΙσσούΨηφιδωτό από την Πομπηία, Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης
Την άνοιξη του 333 π.Χ. ο Μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε την Καππαδοκία, και προωθήθηκε προς τις Κιλίκιες πύλες. Παρέμεινε όμως στην Ταρσό μέχρι τον Οκτώβριο για να αναρρώσει από μια βαριά ασθένεια. Για να εξασφαλίσει την κυριαρχία στη θάλασσα ξεκίνησε πορεία προς τη Φοινίκη όπου ήταν η βάση του ναυτικού των Περσών. Ο Δαρείος συγκέντρωσε τεράστιες δυνάμεις στη Βαβυλώνα, με διοικητή τον ίδιο, και κινήθηκε προς την Κιλικία εναντίον του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος διέβη τις Κιλίκιες πύλες για να συναντήσει τον Δαρείο, ο οποίος όμως κατάφερε να φέρει τον στρατό του στα νώτα του Αλέξανδρου.
Η μάχη δόθηκε στην αμμώδη πεδιάδα της Ισσού. Ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να ανοίξει ρήγμα στην παράταξη του περσικού στρατού, και το ιππικό του με επικεφαλής τον ίδιο πραγματοποίησε πλευρική επίθεση και βρέθηκε στα νώτα του Δαρείου. Ο Δαρείος τράπηκε σε φυγή αφήνοντας στα χέρια του νικητή τη σκηνή, τη μητέρα, τη σύζυγό του και πολλά λάφυρα. Σε ανάμνηση της νίκης του, ο Μέγας Αλέξανδρος ίδρυσε την Αλεξάνδρεια της Ισσού, τη Νικόπολη (στο εσωτερικό), καθώς και τα οχυρά Ημαθία και Βοττιαίο δήμο και την κρήνη Ολυμπιάδα στην περιοχή που ιδρύθηκε η Αντιόχεια 30 χρόνια μετά.
Μετά τη νίκη του στην Ισσό, η προέλαση συνεχίστηκε με κατάληψη της Άραδου, Βύβλου και Σιδώνας. Τα φοινικικά, ροδιακά και κυπριακά πλοία μπήκαν πλέον υπό τις διαταγές του Αλέξανδρου, και έτσι εξασφάλισε τα νώτα του και τον έλεγχο όλης της ανατολικής Μεσογείου. Το καλοκαίρι του 332 π.Χ. κατάφερε με πολλή δυσκολία και επτά μήνες πολιορκίας την κατάληψη της Τύρου, όπου και ο Αλέξανδρος φέρθηκε με πρωτοφανή σκληρότητα προς τους κατοίκους της πόλης.

Παλαιστίνη και Αίγυπτος

Κύριο λήμμα:Πολιορκία της Γάζας
G1E23
V31
O34
M17N35
D46
D21
O34
Το όνομα του Αλεξάνδρου σε ιερογλυφικά
Στη συνέχεια, υπέταξε την Παλαιστίνη χωρίς προβλήματα. Αντιθέτως η άριστα οχυρωμένη πόλη της Γάζας δεν παραδόθηκε. Έτσι, ο στρατός του Αλεξάνδρου ξεκίνησε να κάνει υψώματα από χώμα και πέτρες μέχρι να φτάσει το ύψος των τείχων. Στην τελική επίθεση που ακολούθησε ο Αλέξανδρος κυρίευσε την Γάζα και κατά τη μάχη τραυματίστηκε στον ώμο από ένα βέλος το οποίο διαπέρασε και την ασπίδα και τον θώρακά του.
Ο Αλέξανδρος συνέχισε την κατάκτησή του προς την Αίγυπτο η οποία ήταν υπό την κυριαρχία των Περσών την εποχή εκείνη, όπου έγινε δεκτός ως ελευθερωτής. Σεβάστηκε τους αιγυπτιακούς θεούς και το 331 π.Χ. επισκέφτηκε το μαντείο του Άμμωνα στην Όαση Σίβα, όπου οι ιερείς του έκαναν καλή υποδοχή. Τον ονόμασαν γιο του Άμμωνα, τίτλο που δέχτηκε και υιοθέτησε, κάτι που βοήθησε στην αποδοχή και λατρεία από τον τοπικό πληθυσμό γύρω από το πρόσωπό του. Από τότε ο Αλέξανδρος συχνά απεικονίζεται με κέρατα κριού, ώστε να αντιπροσωπεύεται η θεϊκή του καταγωγή. Πριν την αναχώρησή του από την Αίγυπτο ίδρυσε στο Δέλτα του Νείλου μια νέα πόλη που ονόμασε Αλεξάνδρεια, και η οποία έγινε σπουδαίο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της Μεσογείου.

Ανατολικές σατραπείες

Κύριο λήμμα: Μάχη των Γαυγαμήλων
Αφού περίμενε ενισχύσεις από τη Μακεδονία, απέλυσε τους πιο καταπονημένους στρατιώτες και επέστρεψε στη Φοινίκη για να κατευθυνθεί προς τον Ευφράτη, όπου ο Δαρείος συγκέντρωνε στρατό από τις ανατολικές επαρχίες. Λέγεται ότι κατέστειλε μια επανάσταση των Σαμαρειτών, που έκαψαν ζωντανό τον στρατηγό του Ανδρόμαχο. Η επανάσταση κατεστάλη, η Σαμάρεια πέρασε υπό τον έλεγχο των ελληνικών στρατευμάτων, ενώ νέες πόλεις ιδρύθηκαν για να διασφαλιστεί η περιοχή της Κοίλης Συρίας: η Πέλλα, το Δίον, η Πιερία, τα Γάδαρα και τα Γέρασα.
Όταν διέβη τον ποταμό Ευφράτη ίδρυσε το Νικηφόριον και κατά την πορεία του στη βόρεια Μεσοποταμία, επανίδρυσε την παλαιά Ορχόη σε Έδεσσα και, όπως πιστεύεται, την πόλη Δάρας. Πέρασε τον ποταμό Τίγρη, και έφτασε στο οροπέδιο των Γαυγαμήλων, περίπου 90 χλμ. από τα Άρβηλα. Εκεί νίκησε για άλλη μια φορά τον περσικό στρατό στην ομώνυμη μάχη των Γαυγαμήλων, διαλύοντας όλα τα υπολείμματα των περσικών δυνάμεων. Σε ανάμνηση της μεγαλειώδους νίκης του ίδρυσε μια νέα Αλεξάνδρεια. Ο Δαρείος διέφυγε προς την Μηδία, και ο Αλέξανδρος προέλασε προς τα Σούσα και από εκεί προς την Περσέπολη όπου και βρήκε τον αυτοκρατορικό θησαυρό, αποτελούμενο από περίπου 180.000 τάλαντα σε χρυσό και ασήμι. Η ανακάλυψη αυτού του θησαυρού τον βοήθησε να ξεπεράσει τα οικονομικά προβλήματα που μεγάλωναν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Στην Περσέπολη κατέλυσε για λίγους μήνες. Στις 30 Ιανουαρίου του 330 π.Χ., όμως, πυρπόλησε την Περσέπολη, με την αιτιολογία των αντιποίνων της πυρπόλησης της Αθήνας κατά τους Ελληνοπερσικούς πολέμους.
Χάρτης των σατραπειών της Μακεδονικής αυτοκρατορίας
Φεύγοντας από την Περσέπολη προχώρησε προς τη Μηδία όπου βρίσκονταν τα Εκβάτανα (σημερινό Χαμαντάν), αναζητώντας τον Δαρείο. Καταλαμβάνοντας τα Εκβάτανα περιήλθαν στα χέρια του και όλες οι εξουσίες στην Περσική Αυτοκρατορία. Σε αυτό το σημείο, ο σκοπός της εκστρατείας είχε ουσιαστικά τελειώσει. Η υποχρέωση των Ελλήνων συμμάχων του είχε τελειώσει κι έτσι έστειλε πίσω όσους επιθυμούσαν να μην τον ακολουθήσουν σε επόμενη εκστρατεία. Επίσης ανέθεσε στον Παρμενίωνα τη μεταφορά όλων των περσικών θησαυρών στην ακρόπολη των Εκβατάνων.
Μαθαίνοντας ότι ο σατράπης της Βακτρίας Βήσσος συνέλαβε τον Δαρείο και ανέλαβε ο ίδιος την εξουσία, συνέχισε τον δρόμο του και διέλυσε τους στασιαστές οι οποίοι στη φυγή τους είχαν δολοφονήσει τον Δαρείο. Ο Αλέξανδρος έστειλε το σώμα του Δαρείου για να ταφεί με βασιλικές τιμές και τα τοπικά έθιμα στην Περσέπολη. Με τον θάνατο του Μεγάλου Πέρση Βασιλιά ο Αλέξανδρος προβλήθηκε ως νόμιμος διάδοχος της δυναστείας των Αχαιμενιδών.
Για να υποστηρίξει τον νέο του τίτλο και να εξασφαλίσει τον έλεγχο όλης της αυτοκρατορίας, κινήθηκε εναντίον του Βήσσου και των υπόλοιπων σατραπών που συνέβαλαν στη δολοφονία του Δαρείου. Η εκστρατεία του στις ανατολικές σατραπείες ξεκίνησε με την εκκαθάριση της Υρκανίας όπου, στα όρη των Ταπούρων, είχαν καταφύγει και οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου με αρχηγό τον Ναβαρζάνη. Μετά από την υποταγή της Υρκανίας διέσχισε την Παρθία και στην πόλη Σούσια της Αρίας, ο σατράπης Σατιβαρζάνης δήλωσε υποταγή, διατηρώντας το αξίωμά του. Μετά την αναχώρησή του Αλέξανδρου όμως για τη Βακτρία, όπου ο Βήσσος συγκέντρωνε στρατεύματα, ο Σατιβαρζάνης σκότωσε τη φρουρά που είχε αφήσει ο Αλέξανδρος και συγκέντρωσε στρατό για να βοηθήσει τον Βήσσο. Ο Αλέξανδρος επέστρεψε αλλά ο Σατιβαρζάνης διέφυγε με 2.000 ιππείς. Στη θέση του διορίστηκε ο Αρσάκης. Αφού ίδρυσε μια νέα πόλη, την Αλεξάνδρεια των Αρείων, κατέφυγε στην Φράδα της Δραγγιανής για να χειμάσει.
Εκεί αποκαλύφθηκε συνωμοσία που είχε σκοπό τη δολοφονία του Αλέξανδρου. Ως ηθικός αυτουργός εμφανίστηκε ο Φιλώτας, γιος του Παρμενίωνα, ο οποίος τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο από τη συνέλευση του μακεδονικού στρατού. Ο Αλέξανδρος φοβούμενος την αντίδραση του Παρμενίωνα στην εκτέλεση του γιου του, διέταξε τη δολοφονία του.
Την άνοιξη του 329 π.Χ. έφτασε στην περιοχή του Ινδο-Καύκασου όπου ίδρυσε άλλη μια Αλεξάνδρεια. Ο Βήσσος έφυγε μακριά, περνώντας τον ποταμό Ώξο και, αφού έκαψε τα πλοία του μετά τη διέλευση, εγκαταστάθηκε στα Ναύτακα της Σογδιανής. Ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε στη Σογδιανή και έστειλε τον Πτολεμαίο εναντίον του, ο οποίος τον συνέλαβε και τον οδήγησε στον Αλέξανδρο. Ο Βήσσος εκτελέστηκε και ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την πρωτεύουσα της Σογδιανής, Σαμαρκάνδη, καθώς και στην Τασκένδη, που σήμερα είναι οι δύο σημαντικότερες πόλεις του Ουζμπεκιστάν. Ακολούθως έφθασε στον ποταμό Ιαξάρτη όπου ίδρυσε τη μακρινότερη απ' όλες τις Αλεξάνδρειες, την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, σε μια περιοχή που σήμερα λέγεται Χοτζέντ (στο σημερινό Τατζικιστάν). Κατόπιν πέρασε παράπλευρα από την παγωμένη κορυφογραμμή των Ιμαλαΐων και πέρασε στις Ινδίες μέσω του περάσματος Κυμπέρ.

Εκστρατεία στην Ινδία

Κύριο λήμμα: Πολιορκία της Αόρνου Πέτρας
Κύριο λήμμα: Μάχη του Υδάσπη
Κύριο λήμμα: Πολιορκία των Μαλλών
Η μάχη στον Υδάσπη ποταμό. Έργο του Αντρέ Κασταίν (André Castaigne), 1899
Μετά τον γάμο του με τη Ρωξάνη που είχε ηρεμήσει τα πράγματα στις σατραπείες της κεντρικής Ασίας, την άνοιξη του 327 π.Χ. ξεκίνησε για την κατάκτηση της Ινδικής χερσονήσου. Άφησε τον Αμύντα στη Βακτρία, και περνώντας από την Αλεξάνδρεια έφτασε στον ποταμό Κωφήνα όπου διαίρεσε τον στρατό του. Έστειλε τον Ηφαιστίωνα με τον Περδίκκα να προετοιμάσουν την προέλασή του μέχρι τον Ινδό ποταμό, και ο ίδιος από διαφορετική πορεία έφτασε την άνοιξη του 326 π.Χ. στον Ινδό τον οποίο διάβηκε μέσω της γέφυρας που είχε ετοιμάσει ο Ηφαιστίωνας και πολλών μικρών πλοίων. Συνέχισε την πορεία του προς τον ποταμό Υδάσπη, όπου ο Ινδός βασιλιάς Πώρος περίμενε από την απέναντι πλευρά με συγκεντρωμένο στρατό ώστε να τον εμποδίσει να περάσει. Ο Αλέξανδρος έστειλε στρατιώτες να μεταφέρουν αποσυναρμολογημένα τα πλοία που είχαν χρησιμοποιηθεί στη διάβαση του Ινδού, και με την υπόλοιπη δύναμη και ενισχυμένος από 5.000 Ινδούς συνέχισε για τον Υδάσπη.
Η διάβαση του ποταμού ήταν δύσκολη, αλλά τελικά έγινε με επιτυχία τον Ιούλιο του 326 π.Χ., ώστε να ακολουθήσει μια μεγάλη μάχη μεταξύ του στρατού του Αλεξάνδρου και του στρατού του Πώρου ο οποίος ανερχόταν σε 4.000 ιππείς, 300 άρματα, 200 πολεμικούς ελέφαντες και 30.000 πεζούς. Οι Μακεδόνες αντιμετώπισαν με ευκολία το ιππικό του Πώρου και τελικά κατάφεραν να υπερισχύσουν στην πρωτόγνωρη γι' αυτούς μάχη εναντίον μεγάλου αριθμού ελεφάντων, κερδίζοντας δύσκολη και σπουδαία νίκη.
Στις όχθες του Υδάσπη ίδρυσε δύο πόλεις, τη Νίκαια και τη Βουκεφάλα (προς τιμή του αλόγου του που πέθανε εκεί). Αφήνοντας τον Κρατερόνα να επιβλέπει το χτίσιμο των πόλεων, συνέχισε την πορεία του και μετά από μια νίκη στα Σάγγαλα, σταμάτησε μπροστά στον ποταμό Ύφαση. Επιθυμία του Αλέξανδρου ήταν να συνεχίσει περνώντας τον ποταμό και την έρημο που εκτεινόταν μετά από αυτόν, συνάντησε όμως την έντονη αντίδραση του στρατού του. Οι κουρασμένοι σωματικά και ψυχικά στρατιώτες του συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο και διαμαρτυρήθηκαν έντονα λέγοντας πως δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Τελικά ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επιστρέψει. Μετά από τα τελετουργικά της αποχώρησης, διαίρεσε σε τμήματα τον στρατό του και επέστρεψε στη Νίκαια και τη Βουκεφάλα, και λαμβάνοντας ενισχύσεις από την Ελλάδα στράφηκε προς τον νότο. Ναυπήγησε στόλο και πλέοντας τους ποταμούς Υδάσπη και Ινδό, με τμήματα του στρατού του στην αριστερή και δεξιά όχθη, έφθασε σε ένα σημείο όπου έδωσε φονική μάχη με τους Μαλλούς όταν και τραυματίστηκε από βέλος στο στήθος.[ Τελικά έφτασε στην πόλη Πάτταλα την οποία οχύρωσε και ανοικοδόμησε.

Ο δρόμος της επιστροφής

Για την επιστροφή ο Αλέξανδρος χώρισε το στράτευμά του σε τρία μέρη. Το πρώτο με αρχηγό τον Κρατερό ακολούθησε πορεία προς την Αλεξάνδρεια Αραχωσίας (Κανταχάρ) και μέσω της κοιλάδας του Ετύμανδρου εγκαταστάθηκε στην Καρμανία όπου περίμενε τον Αλέξανδρο. Το δεύτερο ήταν ο στόλος, που με αρχηγό τον Νέαρχο, παρέπλευσε τις ακτές της Περσίας όπου βρίσκονταν οι χώρες των Ωρών, των Γεδρωσιών και των Ιχθυοφάγων, προς τον μυχό του κόλπου.
Η αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Το τρίτο μέρος του στρατεύματος με τον Αλέξανδρο ξεκίνησε από τα Πάτταλα (τέλη Αυγούστου 324 π.Χ.) για να διασχίσει την έρημο της Γεδρωσίας. Στο πρώτο μέρος της πορείας δεν υπήρξαν δυσκολίες αλλά στην έρημο της Γεδρωσίας ο καύσωνας και η έλλειψη νερού προκάλεσαν μεγάλες απώλειες. Μετά από 60 μέρες σταμάτησε για ανάπαυση στην πρωτεύουσα της Γεδρωσίας, Πούρα, και προχώρησε στην Καρμανία όπου συνάντησε τον Κρατερό. Στην Καρμανία έφτασε και ο Νέαρχος όπου έδωσε αναφορά για την πορεία του, και συνέχισε τον περίπλου ως τις εκβολές του ποταμού Τίγρη. Ο Αλέξανδρος πήρε ένα μέρος του στρατεύματος και αφού πέρασε από τους Πασαργάδες προχώρησε στην Περσέπολη όπου διόρισε σατράπη τον Πευκέστα ο οποίος είχε σώσει τη ζωή του Αλέξανδρου στη μάχη στους Μαλλούς της Ινδίας.
Την άνοιξη του 324 π.Χ. έκανε γιορτές στα Σούσα για την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Περσίας. Οργάνωσε μικτούς γάμους Μακεδόνων με Περσίδες και ο ίδιος πήρε ως δεύτερη σύζυγο τη Στάτειρα, την κόρη του Δαρείου. Εξόφλησε τα χρέη των Ελλήνων στρατιωτών του, με ένα ποσό που ανήλθε σε 20.000 τάλαντα και μοίρασε δώρα και τιμές σε όσους είχαν ανδραγαθήσει. Οι σατράπες της επικράτειας έφεραν εκεί και 30.000 έφηβους Πέρσες που είχαν εκπαιδευτεί και οπλισθεί μακεδονικά, τους οποίος ονόμασε «Επιγόνους».
Άρχισε να οργανώνει νέες εκστρατείες και αφού έστειλε τον Ηφαιστίωνα να εξερευνήσει τις ακτές του Περσικού κόλπου, ο ίδιος με επίλεκτες μονάδες κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα μέσω του ποταμού Ευλαίου. Στην Ώπι ανακοίνωσε την απόλυση των ηλικιωμένων και των τραυματιών και τη συνέχιση της εκστρατείας, αλλά συνάντησε την αντίδραση των στρατιωτών του που δεν ήθελαν να συνεχίσουν μαζί του. Ο Αλέξανδρος τότε μοίρασε αξιώματα σε Πέρσες και ορισμένους τους ονόμασε συγγενείς του, πράγμα που ανάγκασε τους Μακεδόνες να του ζητήσουν συγνώμη και να τον ακολουθήσουν.

Χρονοδιάγραμμα

Μετέπειτα

Μελλοντικά σχέδια

Ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Βαβυλώνα και άρχισε να οργανώνει τον περίπλου καθώς και την κατάκτηση της ηπειρωτικής Αραβίας, και κατόπιν την εξερεύνηση των ακτών της Βόρειας Αφρικής στην οποία είχε τη βάση του το ισχυρό κράτος της Καρχηδόνας. Είναι επίσης βέβαιο πως γνώριζε την ύπαρξη της ανερχόμενης δύναμης των Ρωμαίων στην Ιταλική χερσόνησο -ο θείος του Αλέξανδρος Α´ της Ηπείρου είχε εκστρατεύσει στην Ιταλία την ίδια περίοδο με τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου στην Ασία-, και τον σημαντικό πλούτο των Ελληνικών αποικιών της νότιας Ιταλίας.
Επιπλέον, είχε σχεδιάσει την ανέγερση εξαιρετικά μεγαλεπίβολων και δαπανηρών κτισμάτων και ναών, καθώς και την κατασκευή ενός τεράστιου στόλου στην Αλεξάνδρεια, ποσοτικά κατά τα πρότυπα του Τρωικού πολέμου, τα έργα αυτά όμως φέρονται να ακυρώθηκαν μετά τον θάνατο του λόγω του μεγάλου κόστους τους.

Θάνατος

Η νεκρική άμαξα του Αλεξάνδρου, αναπαράσταση του 19ου αιώνα σύμφωνα με την περιγραφή του Διόδωρου του Σικελιώτη
Λίγο πριν την αναχώρηση για την Αραβία, στις 2 προς 3 Ιουνίου 323 π.Χ. συμμετείχε σε συμπόσιο έπειτα από το οποίο εκδήλωσε πυρετό, που διήρκεσε και τις επόμενες ημέρες αναγκάζοντάς τον να μεταθέσει την ημερομηνία αναχώρησης. Μετά από μια σύντομη βελτίωση της υγείας του κατέρρευσε ξανά, χωρίς να μπορεί να περπατήσει ή να μιλήσει. Η φήμη ότι είχε ήδη πεθάνει ανάγκασε τους στρατηγούς του να επιτρέψουν σε όλους τους στρατιώτες του να περάσουν από το κρεβάτι του για να τον αποχαιρετίσουν. Με τη συνολική ασθένεια να διαρκεί 10 ημέρες, πέθανε στις 13 Ιουνίου 323 π.Χ..
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, το σώμα του καθαρίστηκε και τοποθετήθηκε σε ένα γυάλινο φέρετρο γεμάτο μέλι. Το σώμα του παρέμεινε στη Βαβυλώνα για δύο έτη, έως και το 321 π.Χ., οπότε και πήρε το δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα ώστε να ταφεί στη Μακεδονία. Ο Πτολεμαίος όμως, μεσολάβησε και απέσπασε το σώμα του Αλέξανδρου ενώ βρισκόταν σε πορεία προς τη Μακεδονία, παίρνοντας το στην Αύγυπτο της οποίας ήταν ο κυβερνήτης. Ανάλογα με τις μαρτυρίες, το σώμα του τοποθετήθηκε στη Μέμφιδα αρχικά -με την Αλεξάνδρεια να είναι μόνο ένας μικρός οικισμός την εποχή εκείνη-, και αρκετά αργότερα στην Αλεξάνδρεια όταν αυτή επεκτάθηκε, ή στην Αλεξάνδρεια από την αρχή.
Τα ιστορικά στοιχεία που έχουν διασωθεί ως σήμερα, αναφέρουν πως η Αλεξάνδρεια είναι η τελευταία γνωστή τοποθεσία της σωρού του. Ο τελευταίος που φέρεται να έχει επισκεφτεί τη σωρό ήταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καρακάλλας το 215 μ.Χ., και από τότε δεν διασώζονται άλλες μαρτυρίες επισκεπτών της σωρού, και η ακριβής τοποθεσία του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι άγνωστη μέχρι στιγμής. Θα μπορούσε εδώ να δοθεί και μια θρησκευτική αναφορά κατά την οποία ο όσιος Σισώης που έζησε τον 4ο αιώνα μ.Χ. απεικονίζεται σε τοιχογραφίες και εικονογραφίες να προσκυνά στον τάφο του Μ. Αλέξανδρου στην Αλεξάνδρεια. Η αναφορά αυτή στον βίο του μπορεί να θεωρηθεί η τελευταία.

Διαδοχή

Λίγο πριν πεθάνει ρωτήθηκε σε ποιόν αφήνει την βασιλεία του και φέρεται να απάντησε «τῷ κρατίστῳ», δηλαδή «στον ισχυρότερο», ενώ τελικά, σύμφωνα με την Συμφωνία της Βαβυλώνας που ακολούθησε λίγες εβδομάδες αργότερα, την προσωρινή διοίκηση ανέλαβε ο Περδίκκας ως αντιβασιλέας και τυπικά βασιλέας ο Φίλιππος Γ´ Αρριδαίος, ετεροθαλής μεγαλύτερος αδερφός του, ο οποίος υπολειπόταν διανοητικά και ουσιαστικά ελεγχόταν από τον Περδίκκα. Η εν τέλει αποτυχία συμβιβασμού των διαδόχων ή πλήρης επικράτησης ενός από αυτούς, οδήγησε στους πολέμους των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίοι διήρκεσαν για περίπου 40 έτη.

Συγγενείς και απόγονοι

Άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Η πόλη πήρε το όνομα της από την Θεσσαλονίκη της Μακεδονίας, ετεροθαλή αδερφή του Αλεξάνδρου
Ο γιος του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη, ονομάστηκε επίσης Αλέξανδρος, και γεννήθηκε το 323 π.Χ. λίγους μήνες μετά το θάνατο του. Ως ο Αλέξανδρος Δ΄ αναγνωρίστηκε πλέον ως ο νόμιμος διάδοχος της αυτοκρατορίας το 321 π.Χ. με τη Συμφωνία του Τριπαραδείσου, θανατώθηκε μέσω δηλητηρίασης όμως όταν ήταν 13 ετών, μαζί με τη μητέρα του Ρωξάνη στην Αμφίπολη περίπου το 310 π.Χ., μέσω παρέμβασης του Κασσάνδρου.
Είχε επίσης ένα μεγαλύτερο γιό από μια από τις ερωμένες του, τη Βαρσίνη, η οποία ήταν μη νόμιμη σύζυγος. Ο γιος του ονομάστηκε Ηρακλής και ήταν ο πρωτότοκός του. Βρίσκονταν υπό την προστασία του Πολυπέρχοντα, ο οποίος αργότερα και κατά τη διάρκεια των πολέμων των Διαδόχων, προσπάθησε να προωθήσει τον Ηρακλή ως βασιλιά της Μακεδονίας, όμως ξανά ο Κάσσανδρος παρενέβη, και δωροδόκησε τον Πολυπέρχοντα ώστε να θανατώσει τον Ηρακλή, ο οποίος και το έκανε θανατώνοντας τον μαζί με τη μητέρα του ενώ ήταν 21 ετών το 310 π.Χ..
Η μητέρα του Αλέξανδρου, Ολυμπιάδα, θανατώθηκε επίσης από τον Κάσσανδρο στην Πύδνα, νωρίτερα, το 316 π.Χ.., αφού η ίδια προηγουμένως το 317 π.Χ., είχε φροντίσει να δολοφονηθεί ο ετεροθαλής αδερφός του Αλέξανδρου, Φίλιππος Γ΄ο Αρριδαίος, ο οποίος υπολειπόταν διανοητικά από μικρή ηλικία, ωστόσο διέθετε κληρονομικά δικαιώματα στο θρόνο ως γιος του Φιλίππου Β΄.
Η αδερφή του Αλέξανδρου, Κλεοπάτρα της Μακεδονίας, δολοφονήθηκε το 308 π.Χ. καθώς μετέβαινε στην Αίγυπτο για να προσφέρει το χέρι της στον Πτολεμαίο.
Η ετεροθαλής αδερφή του Αλέξανδρου, Θεσσαλονίκη της Μακεδονίας, παντρεύτηκε τον Κάσσανδρο ο οποίος ίδρυσε και την πόλη της Θεσσαλονίκης το 315 με 316 π.Χ., δίνοντας στην πόλη το όνομα της συζύγου του.
Η επίσης ετεροθαλής αδερφή του Αλέξανδρου, Κυνάνη, δολοφονήθηκε αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 323 π.Χ. με παρέμβαση του Περδίκκα, ενώ βρισκόταν καθ'οδόν για να παντρευτεί τον Φίλιππο Γ΄Αρριδαίο.
Ο αδερφός της Ολυμπιάδας και θείος του Αλέξανδρου, Αλέξανδρος Α΄ της Ηπείρου είναι γνωστός για την εκστρατεία του εναντίον των φυλών της Ιταλικής χερσονήσου και τη συνθηκολόγησή του με τους Ρωμαίους, περίπου την ίδια χρονική περίοδο με τις εκστρατείες του Μέγα Αλέξανδρου στην Ανατολή.
Ο βασιλιάς Πύρρος της Ηπείρου, ήταν δεύτερος ξάδερφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και θεωρείται επίσης ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς της αρχαιότητας, με τις μετέπειτα εκστρατείες του εναντίον των Ρωμαίων, από το 280 π.Χ. και μετά.

Υστεροφημία

Ο Αλέξανδρος θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών για τις στρατιωτικές επιτυχίες του, και αποτέλεσε στρατιωτικό πρότυπο για όλους τους μετέπειτα μεγάλους στρατηγούς της ιστορίας. Μαζί με τους Ασόκα, Ταμερλάνο, Σκιπίωνα Αφρικανό, Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ και Αλεξάντερ Σουβόροφ, ο Αλέξανδρος είναι ένας από τους ελάχιστους στρατηγούς στην ιστορία που δεν έχασαν ποτέ μια μάχη.
Επίσης, με την ίδρυση πόλεων και βιβλιοθηκών, και τη συμμετοχή επιστημόνων και γεωγράφων στις εκστρατείες του, άλλαξε την ιστορία του κόσμου με την διάδοση του Ελληνικού πολιτισμού στην Ευρασία και την μίξη του με τις τοπικές παραδόσεις και έθιμα των άλλων πολιτισμών. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, υπήρξαν πολλοί προσκυνητές της σορού του στην Αλεξάνδρεια, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Οκταβιανός, και άλλοι. Η επίδραση των εκστρατειών του παρέμεινε μέσω των διαδόχων και επιγόνων του στις διάφορες περιοχές που είχε κατακτήσει μακριά από την Ελλάδα, όπως την Αίγυπτο της δυναστείας των Πτολεμαίων, Μέση ανατολή της δυναστείας των Σελευκιδών, καθώς και το μετέπειτα Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής και το Ινδοελληνικό βασίλειο στην Κεντρική Ασία και Ινδία.
Ο Αλέξανδρος αποτέλεσε πρότυπο για πολλούς μεταγενέστερους στρατηγούς και ηγεμόνες. Προσωπικότητες όπως ο Αννίβας και ο Ναπολέων τον θεωρούσαν το μεγαλύτερο στρατηγικό εγκέφαλο στην ιστορία. Ο Σάχης Αλαντίν Μουχάμαντ Β', ιδρυτής της μεγάλης περσικής Αυτοκρατορίας των Χωρεσμίων (13ος αιώνας), που επί εποχής του κάλυπτε έκταση από την Κασπία Θάλασσα και το Καζακστάν ως τον Ινδικό Ωκεανό, είχε κόψει νομίσματα με τη μορφή του ως νέου Αλεξάνδρου και την επιγραφή Iskandar i Thani(Δεύτερος Αλέξανδρος).
Η συνολική επιρροή του, συχνά τον φέρνει μεταξύ των προσωπικοτήτων με τη μεγαλύτερη επιρροή διεθνώς.

Ο Αλέξανδρος στην Τέχνη και Λαϊκή παράδοση

Ο μύθος του Αλέξανδρου

Περσική μινιατούρα του 15ου αιώνα από την Χεράτ που απεικονίζει τον Ισκαντέρ
Ο Αλέξανδρος ως Αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Παράσταση από την μυθιστορία του Αλέξανδρου (κώδικας του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας)
Ο Μέγας Αλέξανδρος μέσω των κατακτήσεων του στην Ανατολή έθεσε τις βάσεις για την επερχόμενη Ελληνιστική περίοδο, μια μίξη των στοιχείων της κλασικής Ελλάδας και των πολιτισμών της Ασίας, με την επέκταση του Ελληνικού πολιτισμού σε μεγάλο μέρος του Παλαιού Κόσμου, και την αλληλεπίδραση των τοπικών παραδόσεων και αντιλήψεων με τις Ελληνικές παραδόσεις των Μακεδόνων.
Αμέσως μετά το θάνατό του έγινε μυθικό πρόσωπο, ακολουθώντας διαφορετικά πρότυπα σε κάθε λαό. Οι Πέρσες φαντάστηκαν ότι ήταν γιος του Δαρείου, ενώ στην Αίγυπτο ότι ήταν γιος του Νεκτανεβώ του τελευταίου βασιλιά της Αιγύπτου. Στην αραβοπερσική παράδοση ο Αλέξανδρος ονομάζεται Σικαντέρ στα περσικά και Ισκαντάρ στα αραβικά και έχει την προσωνυμία «Δίκερως» (Dhul-Qarnayn), λόγω της εμφάνισής του σε νομίσματα με κέρατα κριού, κατά το αιγυπτιακό πρότυπο αφού θεωρούνταν γιος του Άμμωνα. Υπάρχουν αρκετές φυλές στα μέρη από όπου πέρασε ο Αλέξανδρος που ισχυρίζονται πως είναι απόγονοι των στρατιωτών του Αλεξάνδρου.
Ο Αλέξανδρος αναφέρεται, σύμφωνα με ερευνητές, με το όνομα Δίκερως και στο Κοράνι στη σούρα al-Kahf (Η Σπηλιά) (ΧVΙΙΙ, 82-110) ως μεγάλος βασιλιάς που κατασκεύασε πύλες (ίσως τις Κασπίες Πύλες) για να προστατέψει τους αθώους ανθρώπους από τους βάρβαρους Γωγ και Μαγώγ και επίσης αναφέρεται ότι ταξίδεψε ως το μέρος όπου δύει ο Ήλιος. Στοιχεία από την ιστορία σχετικά με το σφράγισμα των πυλών που αφηγείται το Κοράνι υπάρχουν και στα προγενέστερα έργα του Ψευδοκαλλισθένη, του Ιώσηπου, και του Ιερώνυμου. Επίσης στους στίχους 18:95 και 18:98 παρουσιάζεται ως μονοθεϊστής και ορισμένες φορές θεωρείται προφήτης του Ισλάμ αλλά αυτό δεν είναι γενικά αποδεκτό.
Στους Βυζαντινούς ήταν δημοφιλείς οι ιστορίες για τον Αλέξανδρο, και μάλιστα τον είχαν φανταστεί και ως άγιο και ασκητή και να έχει ιδρύσει μοναστήρια στην έρημο. Πολλές παραδόσεις στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν γύρω από τον Αλέξανδρο, και σε πολλές περιοχές διάφορα σημάδια του τόπου και ερείπια, επιδεικνύονταν σαν να «ήταν του Αλέξανδρου». Σε κρητικό τραγούδι ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται να έχει ενώσει τη Μαύρη Θάλασσα με τη Μεσόγειο ανοίγοντας τον Βόσπορο. Πολύ διαδεδομένη επίσης είναι η παράδοση που παρουσιάζει τη γοργόνα ως αδερφή του Αλέξανδρου να ρωτά τους ναυτικούς αν «ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος» και να δέχεται σαν απάντηση μόνο το «ζη και βασιλεύει». Κατά την τουρκοκρατίατον 18ο αιώνα ένα δημοφιλές ανάγνωσμα ήταν η «Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου».
Στη Δύση ο Αλέξανδρος έγινε γνωστός από τη μετάφραση του έργου του Ψευδοκαλλισθένη, τον 3ο αιώνα με το «Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου» δημιουργώντας ένα επικό κύκλο γύρω από το όνομά του. Από τη λατινική μετάφραση αυτού προέκυψαν πολλές παραλλαγές σε όλη την Ευρώπη και γενικά τον χριστιανικό και ισλαμικό κόσμο του Μεσαίωνα. Τον 12ο αιώνα ο Αλβέριχος ντε Μπεζανσόν έγραψε επικά ποιήματα με κεντρικό πρόσωπο τον Αλέξανδρο και ο ιερέας Λάμπρεχτ ένα γερμανικό τραγούδι.

Απεικονίσεις

Υπάρχουν πολλές απεικονίσεις του Αλέξανδρου σε νομίσματα που κόπηκαν πριν ή μετά τον θάνατό του. Σε αυτές ο Αλέξανδρος εμφανίζεται αγένειος φέροντας τα κέρατα του Άμμωνα.
Σώζονται επίσης ανδριάντες του Αλέξανδρου, πρωτότυποι και αντίγραφα, που είχαν δημιουργήσει καλλιτέχνες όπως ο Λύσιππος, που ήταν ευνοούμενος του Αλέξανδρου. Η μορφή του Αλέξανδρου εμφανίζεται επίσης σε ανάγλυφα, μετάλλια και ψηφιδωτά, με διασημότερο το ψηφιδωτό της Πομπηίας όπου απεικονίζεται ο Αλέξανδρος στη μάχη της Ισσού, και θεωρείται αντίγραφο πίνακα ζωγραφικής του Απελλή, άλλου διάσημου καλλιτέχνη ευνοούμενου του Αλέξανδρου.

Κινηματογράφος, Μουσική και σύγχρονα μυθιστορήματα

Σε όλο το πέρασμα του χρόνου δημιουργούνταν αντικείμενα τέχνης σχετικά με τον Αλέξανδρο. Πέρα από τα έργα λόγου, τα γλυπτά και τους πίνακες, στη σύγχρονη εποχή εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο μουσικών και κινηματογραφικών έργων. Ενδεικτικό είναι το τραγούδι 'Alexander the Great' των Iron Maiden. Ταινίες που έχουν γυριστεί με θέμα τον Αλέξανδρο:
  • "Sikandar" (1941), ινδική παραγωγή σε σκηνοθεσία Sohrab Modi σχετικά με την κατάκτηση της Ινδικής από τον Αλέξανδρο (στην ταινία φαίνεται να έχει χάσει τη μάχη του Υδάσπη).
  • "Alexander the Great" (1956), παραγωγής MGM με πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Μπάρτον.
  • "Sikandar-e-Azam" (1965), ινδική παραγωγή σε σκηνοθεσία Kedar Kapoor
  • "Alexander" (2004) , σε σκηνοθεσία Όλιβερ Στόουν, με πρωταγωνιστήν τον Κόλιν Φάρελ.
Επίσης υπάρχουν πολλές αναφορές σε άλλες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
Νεότερα μυθιστορήματα με θέμα τον Αλέξανδρο, είναι:
  • Η τριλογία "Μέγας Αλέξανδρος" του Ιταλού Βαλέριο Μάσιμο Μανφρέντι αποτελούμενη από τα "Ο γιος του ονείρου", "Η άμμος του Άμωνα", και "Τα πέρατα του κόσμου" .
  • Η τριλογία της Μαίρης Ρενώ αποτελούμενη από τα "Φωτιά απ'τον ουρανό", "Ο μικρός Πέρσης" και "Επιτάφιοι Αγώνες".
  • "Οι αρετές του πολέμου" και "Η ματωμένη εκστρατεία" του Στίβεν Πρέσφιλντ.
  • «Ο Μέγας Αλέξανδρος και οι αετοί της Ρώμης», ιστορικό μυθιστόρημα του Χαβιέρ Νεγρέτε.

Δώστε την υποστήριξη σας στην έρευνα κάνοντας LIKE.

Share: